Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν».
Τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχα¬ριστίας μᾶς τό παρέδωσε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος στό Μυστικό Δεῖ¬πνο. «Εὐχα¬ριστήσας, εὐλογήσας, ἁγιάσας, κλάσας» μᾶς παρέδωσε τόν ἑαυτό Του εἰς βρῶσιν καί πόσιν. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ λειτουργική «ἀνάμνηση τῆς ἀείμνηστης καί πρώτης ἐκείνης τράπεζας τοῦ μυστικοῦ θείου Δείπνου» . Αὐτό τό μυστήριο τῶν μυστηρίων μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά τό ἐπιτελοῦμε ἀδιαλείπτως «εἰς ἀνάμνησίν Του». Μ' αὐτό μᾶς κάνει Σῶμα Του· ἔρχεται καί μένει μέσα μας καί μεῖς μέσα Του. Μ' αὐτό μᾶς ἑνώνει καί μεταξύ μας, «συνάγει τά ἐσκορπισμένα εἰς ἕν», συγκροτεῖ τήν Ἐκκλησία Του. Μ' αὐτό μᾶς σώζει.
Ἡ «ἀνάμνησις μετά εὐχαριστίας» τοῦ Κυρίου πρέπει νά εἶναι συνεχής. Ὁ Ἴδιος μᾶς τό διδάσκει διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Πάντο¬τε νά χαίρετε, ἀσταμάτητα νά προσεύχεσθε, γιά κάθε τί νά εὐχαρι¬στεῖ¬τε· διότι αὐτό θέλει ὁ Θεός» . Ὄχι γιά τόν Ἑαυτό Του, «ὄχι ὅτι προσφέρουμε τίποτα σ' Αὐτόν, ἀλλά γιατί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κερδίζουμε κάτι μεγάλο» · τό μέγιστο, τόν Ἴδιο πού εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ σωτηρία.
Ἐμεῖς, Τόν εὐχαριστοῦμε, Τόν εὐλογοῦμε, Τόν λατρεύουμε προσ¬φέροντας τόν καλό λόγο [λόγον ἀγαθόν ( εὐ + λόγος)] καί τά δῶρα τῆς κτίσης: τόν ἄρτο καί τόν οἶνο. Κι Ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει τόν ἑαυτό Του, πού εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τό ὄντως καλόν, τό ἀληθινό Ἀγαθόν. «Τίποτα δέν εἶναι τόσο ἀγαπητό στό Θεό, ὅσο τό νά εἴμαστε εὐγνώμονες καί γιά τούς ἑαυτούς μας καί γιά τούς ἄλλους» καί «νά λέμε: Δόξα τῷ Θεῷ γιά τήν ὕπαρξή μας. Δόξα τῷ Θεῷ καί γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα» . Τίποτε δέν εἶναι πιό εὐάρεστο στό Θεό ἀπό τό νά συναγόμαστε ὅλοι μαζί στήν Λατρεία στήν Εὐχαριστία. Διότι λατρεύοντας τόν Θεό ἐκπληρώνουμε τήν πρώτη καί μέγιστη ἐντολή τῆς ἀγάπης. «Θά ἀγαπήσεις τόν Κύριο καί Θεό σου μέ ὅλη τήν καρδιά σου καί μέ ὅλη τή δύναμή σου... Κύριον τόν Θεόν σου θά προσκυνήσεις καί Αὐτόν μόνο θά λατρεύσεις καί σ' Αὐτόν θά προσκολληθεῖς» . Δι' εὐχῶν τοῦ γέροντος, καί μέ ὁδηγούς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες ἄς προχωρήσουμε.
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Εἶναι ἡ θεία Λατρεία τό ψηλότερο σκαλί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Εἶναι ἡ πράξη μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει καί διακηρύττει τή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καί συνάμα ἐκδηλώνει τήν ἀγάπη του καί τήν ἀφοσίωσή του πρός Αὐτόν, πού γεννιέται ἀπό εὐγνωμοσύνη ἀπέναντί Του . Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἐυγνωμοσύνης καί τῆς δοξολογίας καί τῆς εὐχαριστίας μας πρός τόν Θεό . Εἶναι ἡ μυστική συνάντηση μαζί Του. Ἡ λατρεία ἀποτελεῖ τρόπο ὑπάρξεως, προσα¬να¬τολισμένο πρός τόν Τριαδικό Θεό.
Ἡ συνάντηση μέ τό Θεό μέσα στή Θεία Λατρεία ἁγιάζει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τήν κάνει ὅμοια μέ τό Θεό κατά χάριν. Γι΄ αὐτό καί ἡ ὀρθοδοξία ἑρμηνεύεται ὡς «ὀρθή λατρεία» καί ὄχι ὡς «ὀρθή γνώση» . Εἴμαστε ἀληθινά ὀρθόδοξοι ὅταν λατρεύουμε ὀρθά τόν Θεό· διότι τότε μετα¬ποιού¬μεθα, τότε ὁμοιάζουμε μέ τό Θεό, τότε ἐπιτυγχά¬νουμε τό «καθ' ὁμοίωσιν». Λατρεία τελικά εἶναι ἡ μεταποίησή μας, ἡ μεταμόρφωσή μας σέ δοξολογία, σέ Εὐχαριστία, σέ θυσία, σέ ἀγάπη, γιά χάρη τοῦ «κενώσαντος Ἑαυτόν» καί ταυτόχρονα «πληροῦντος τά πάντα».
2. ΕΙΔΗ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Ὑπάρχουν δύο τύποι (τρόποι) Λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ δημόσια, πού γίνεται στό Ναό, ἀπ' ὅλη τή χριστιανική κοινότητα (=Ἐκκλησία) καί ἡ ἰδιωτική, πού γίνεται ἀπό κάθε πιστό (προσευχή). Συνήθως ὅταν λέμε λατρεία ἐννοοῦμε τήν κοινή, τή δημόσια λατρεία. Τά εἴδη τῆς προσευχῆς εἶναι α) ἡ ἐξομολόγηση καί μετάνοια, β) ἡ δοξολογία, γ) ἡ εὐχαριστία καί δ) ἡ αἴτηση ἤ ἱκεσία .
Ὕψιστη βαθμίδα λατρείας: ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Θεία Λειτουργία.
3. Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία.
1) Εἶναι τό κατ' ἐξοχήν ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ· τό κατ' ἐξοχήν, τό κύριο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου
Ἡ λέξη Λειτουργία εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις «λεῖτος» καί «ἔργο» καί σημαίνει «δημόσιο ἔργο» διότι τό ἐπίθετο λεῖτος (ἀπό τή λέξη λεώς, λαός) σημαίνει τοῦ λαοῦ=δημόσιο. Καμιά θυσία δέν εἶναι πιό εὐάρεστη στό Θεό Πατέρα ἀπό ἐκείνη πού προσέφερε ὁ Μονογενής Του Υἱός ἑκούσια στό Γολγοθᾶ. Αὐτήν τή θυσία προσφέρουμε καί μεῖς σέ κάθε Θεία Λειτουρ¬γία. Μ' αὐτήν ἐκδηλώνουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας, τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο στόν ὕψιστο βαθμό. Τήν προσφέρουμε ὅλοι μαζί, ὁ λαός, ἡ Ἐκκλη¬σία.
Εἶναι τό σπουδαιότερο ἔργο πού ἔχουμε νά κάνουμε: ἀγάπηλατρεία (θεία Λειτουργία). Ἀγαπώντας λατρεύουμε καί μετέχουμε στή θεία Λειτουρ¬γία μέ μεγαλύτερη θέρμη καί λατρεύοντας ἀγαπᾶμε ὅλο καί μέ πιό τέλειο τρόπο.
Γινόμαστε διά αὐτῆς πιό οἰκεῖοι μέ τόν Θεό . «Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό», ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Στάρετς Παρθένιος, «ἀνάβει μέ τήν ἀδιά¬λειπτο προσευχή». Ἡ δυνατότερη προσευχή εἶναι αὐτή πού ἐπιτελεῖται στήν κοινή Λατρεία καί μάλιστα ἡ ἐπίκληση τοῦ ἱερέα κατά τόν καθαγια¬σμό τῶν Τιμίων Δώρων στή Θ. Εὐχαριστία . Ἔτσι, μετέχοντας στή θεία Λει¬τουργία ἐκπληρώνουμε τόν προορισμό μας ὁ ὁποῖος εἶναι τό νά ὁμοιά¬σουμε στό Θεό· ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί μεῖς λειτουργώντας καί λειτουρ¬γού¬μενοι γινόμαστε ἀγάπη, ἀγαπητικά ὄντα ἤ ἀκόμη πιό σωστά λατρευ¬τικά, λειτουργικά ὄντα.
Μετέχοντας στήν θεία Εὐχαριστία καταξιωνόμαστε σάν πρό¬σωπα, σάν ἄνθρωποι. Εἷναι τό πλέον «ἄξιον καί δίκαιον» ἔργο. Εἶναι τό ἔργο πού μᾶς σώζει.
Πλαστήκαμε γιά τόν οὐρανό γιά τόν Παράδεισο γιά τό Θεό, ὄχι γιά τή γῆ (τόπος τῆς ἐξορίας μας)
Ἡ θεία Λειτουργία, «ἡ εὐχαριστία μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή γῆ καί μᾶς μεταθέτει στόν οὐρανο. Ἀπό ἀνθρώπους μᾶς κάνει ἀγγέλους».
Συμβούλευε ὁ π.Παΐσιος: «...Νά ζεῖτε σέ διαρκή δοξολογία καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό, διότι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀχαριστία καί ὁ χειρότερος ἁμαρτωλός ὁ ἀχάριστος».
Εἶναι στοιχειῶδες χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἡ ἀναγνώριση τῶν εὐεργεσιῶν ὑλικῶν καί πνευματικῶν, πού τοῦ γίνονται καί ἡ ἐπακολουθοῦσα δοξολογία καί εὐγνωμοσύνη.
Καθημερινά κατακλυ¬ζό¬μαστε ἀπό τίς θεϊκές εὐλογίες. Μεγίστη εὐεργεσία ἡ λύτρωση διά τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας τά ὀνομάζουμε Θεία Οἰκονομία. Τί πιό ἀναγκαῖο, τί πιό φυσικό ἀπό τό νά δοξολογήσουμε, νά εὐχαριστοῦμε συνεχῶς μέ τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου γι΄ αὐτήν τή θεία Οἰκονομία, ἀλλά καί γιά ὅλες τίς καθημερινές προσωπικές εὐεργεσίες... Τί πιό «ἄξιο καί δίκαιο»; «Ἄξιο» τῆς Θείας Μεγαλοπρεπείας καί τῶν Θεϊκῶν δωρεῶν (ὅσο εἶναι δυνατό, βέβαια, στίς φτωχές μας ἀνθρώπινες), ἀλλά καί «δίκαιο», ἐκπλήρωση στοιχειώδους δικαιοσύνης μπροστά στίς τόσες, στίς ἀναρίθμητες Θεϊκές εὐλογίες.
2) Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Χριστός · εἶναι ἡ ἁπτή καί ὁρατή Ομολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Λυτρωτής τοῦ ἀνθρώπου,
πού μέ τόν Σταυ¬ρό Του, τόν Θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του νίκησε τό διάβολο καί τό θάνατο καί δημιούργησε τό νέο λαό τοῦ Θεοῦ.
Μιλώντας γιά τή θεία Εὐχαριστία ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ εἰμι, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς... ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατα¬βαί¬νων... Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα. Καί ὁ ἄρτος δέ ὅν ἐγώ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἥν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς».
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (ὁ καταβάς), τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατέβηκε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μέσα στήν Ὑπερευλογημένη Παρθένο κι ἡ Παρθένος ἔγινε γῆ ἀγαθή εὐλογημένη, πού βλάστησε τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς πού κατεβαίνει διαρκῶς ἀπό τόν οὐρανό (ὁ καταβαί¬νων), τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατεβαίνει τήν ὥρα τοῦ Εὐχαρι¬στιακοῦ Εὐαγγελισμοῦ μέσα στήν Παρθένο Ἐκκλησία, κι ἡ ἁγία Ἐκκλησία γίνεται γῆ ἀγαθή εὐλογημένη πού βλαστάνει τόν ἄρτο τῆς Ζωῆς. Αὐτό τό Γεγονός τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς παρουσίας Του μέσα στήν Ἐκκλησία τό ζοῦμε στή θεία Λειτουργία. Γιατί ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας: «Ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
Μέ τόν Χριστό, μέ τήν θεία Λειτουργία, ἡ ζωή ξανάγινε ἀλλά καί γίνεται συνεχῶς κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου, χορηγήθηκε καί χορηγεῖται ξανά ὡς μυστήριο, ὡς κοινωνία καί ὡς εὐχαριστία.
3) Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι: «Ἡ συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης οἰκονομίας» .
Ὅλα τά θαυμαστά γεγονότα πού ἐργάστηκε ὁ Θεός γιά νά ἐπανα¬φέρει στόν Οἶκο Του τόν ἄνθρωπο μετά τήν παρακοή, καί νά τόν κάνει πάλι οἰκεῖο Του (νά τόν σώσει), ὅλα αὐτά μαζί ὀνομάζονται θεία Οἰκονο¬μία. Αὐτό τό γεγονός τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας μας ζοῦμε στή Θεία Λειτουρ¬γία καί εὐχαριστοῦμε τό Θεό. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ μυστηριακή ἀναβίωση τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἡ «συγκεφα¬λαίωσις τῆς ὅλης οἰκονομίας», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης . Στήν τελευταία πρίν ἀπό τήν ἀπόλυση εὐχή, πού λέει ὁ ἱερέας ὅταν μεταφέρει τά «ἅγια» στήν Ἁγία Πρόθεση, τονίζεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ πληρώσας πᾶσαν τήν πατρικήν οἰκονομίαν». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἱερουργοῦνται στή Θεία Λειτουργία.
Σ' αὐτήν βλέπουμε τόν Κύριο νά γεννιέται στήν Ἁγία Πρόθεση, νά βγαίνει στή δημόσια δράση μέ τήν Εἴσοδο τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, νά κη¬ρύτ¬τει μέ τήν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Τόν βλέπουμε νά πορεύε¬ται πρός τό Πάθος στή μεγάλη Εἴσοδο, νά θυσιάζεται πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, νά ἀνασταίνεται μέσα μας μέ τή Θεία Κοινωνία καί νά ἀναλαμ¬βάνεται πάλι στούς οὐρανούς στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Μαζί μέ τούς Δώδεκα μετέχουμε στό Δεῖπνο, στό Ὑπερῶο τῆς Σιών. «Πιστεύσατε ὅτι καί τώρα ἐκεῖνο τό δεῖπνο εἶναι, στό ὁποῖο καί αὐτός ὁ Χριστός ἀνέκειτο. Σέ τίποτε δέν διαφέρει τοῦτο τό εὐχαριστιακό δεῖπνο ἀπό ἐκεῖνο... Τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο τό ἀνώγειον, ὅπου ἦσαν τότε· ἀπό ἐδῶ ἐξῆλθαν στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν» (Ἱερός Χρυ¬σόστομος). Πορευόμαστε ὕστερα μαζί Του στό δρόμο τῆς σταυρικῆς θυσίας. Τό ἅγιο θυσιαστήριο εἶναι ὁ Γολγο¬θᾶς . Μετά τό Γολγοθᾶ φθάνουμε στήν Ἀνάσταση: «Τίποτε περισσότερο δέν ἔχει τό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἀπό αὐτό πού τελεῖται τώρα· ἕνα καί τό αὐτό εἶναι, ἡ ἴδια χάρη τοῦ Πνεύματος, πάντα Πάσχα εἶναι» . Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό ἀδιάκοπο Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ πρόγευση τοῦ καινοῦ αἰῶνος πού εἰσβάλλει μέσα στόν παλαιό καί τόν μεταμορφώνει μέσα στό ἀναστάσιμο φῶς. Εἶναι ἡ χαρισματική παρουσία τῆς μελλοντικῆς Βασιλείας. Εἶναι ἡ ζωή στόν Παράδεισο ἀπό τώρα. «Σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καί παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες καί τήν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν». Προσέξτε: «ἀνήγαγες», ὄχι «ἀνάξεις» δηλ. ἤδη μᾶς ἔχεις ἀνεβάσει στόν οὐρανό, ἤδη ζοῦμε στόν Παράδεισο. Κάνεις τήν γῆ οὐρανό μ' αὐτό τό μυστήριο. Μᾶς δίνεις τήν δυνατότητα νά βαδίσουμε στόν οὐρανό. Ἔκανες «τόν οὐρανόν βατόν» λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος . Καί τό ἀκόμη φρικτότερο ἔρχεσαι καί μένεις μέσα μας κι ἐμεῖς «μέσα Σου».
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως ὁ Χρι¬στός εἶναι «τό Α καί τό Ω, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχή καί τό τέλος», ἔτσι καί ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σύναξη τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου πού χαρίζεται στή σύναξη τῶν πιστῶν. Εἶναι ἡ λατρευτική παρου¬σία¬ση, ἀνάπτυξη καί ἀναβίωση ὅλων ὅσων ἔκανε ὁ Χριστός γιά τή σωτη¬ρία μας. Ὁ κοσμικός χρόνος εἶναι σά σταματημένος. Ὅλα διαδραματίζονται μέ¬σα στό λεγόμενο Λειτουργικό χρόνο, βιώνονται σάν γεγονότα τοῦ παρόντος. Ἡ γέν¬νηση στή Βηθλεέμ, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ πορεία στό Γολγοθᾶ, ἡ Σταυρική Θυσία, ἡ Ἀνάσταση. Ὁλοφάνερο αὐτό καί στούς ὕμνους πού ψάλλονται: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», «Χριστός γεννᾶται» ὄχι γεννήθηκε... Ζοῦμε μαζί μέ ὅλη τή Δημιουργία τή θεία Οἰκονομία καί χαιρόμαστε σταυροαναστάσιμα, γευόμαστε τή μακα¬ριότητα τοῦ Θεοῦ, μέσα στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ· διότι γιά τόν ἄχρονο Θεό δέν ὑπάρχει παρελθόν καί μέλλον. Καί ὅπως ὁ Χριστός ἔγινε, γίνεται καί εἶναι ἡ Ζωή καί τό Πᾶν γιά μᾶς, ἔτσι καί ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Ζωή μας καί τό Πᾶν γιά μᾶς καί τώρα καί πάντοτε.
4) Θεοφάνεια Τριαδική :
Σέ κάθε Θεία Λειτουργία ἔχουμε φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Θεία Οἰκονομία εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ θεϊκή δύναμη πού ἀνακαινίζει τόν ἄνθρωπο πηγάζει ἀπό τόν Πατέρα, διαδίδεται διά τοῦ Υἱοῦ, καί τελειοῦται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Χριστός προσέφερε τόν ἑαυτό Του στόν Πατέρα διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἱερουργός διά τῆς Θείας Λειτουργίας «τήν ἁγίαν ἡμῖν ἀνακα¬λύπτει Τριάδα» γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος.
Ἀρχίζει ἡ θεία Λειτοργία μέ δοξολογία στήν Ἁγία Τριάδα: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀκολουθεῖ λίγο μετά ὁ τρισάγιος ὕμνος πού ψάλλουμε «τῇ ζωοποιῷ Τριάδι». Λίγο πρίν τήν κεντρική στιγμή τοῦ μυστηρίου, ὅταν πρέπει νά ἀνυψωθοῦμε στό ὑπερου¬ράνιο θυσιαστήριο, μᾶς προσφέρεται ἀπό τό λειτουργό «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Προχωροῦμε τότε στήν εὐχαριστία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τά πάντα: «Σύ εἶ Θεός ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν· σύ καί ὁ μονογενής σου Υἱός, καί τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον. Σύ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καί παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καί οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες, καί τήν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν. Ὑπέρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμεν σοι, καί τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καί τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ». Μετά τήν εὐχαριστία τολμοῦμε νά ἱκετεύσουμε τόν Θεό Πατέρα νά ἀποστείλει τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά καθαγιάσει τήν προσφορά τοῦ Υἱοῦ. Καί ὁ Παράκλητος ἔρχεται ὡς «αὔρα λεπτή» καί ἐνεργεῖ «τό θαῦμα τῶν μυστηρίων»: μᾶς χαρίζει τόν Χριστό. Κι ὅλα γεμίζουν ἀπό τό φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ὁ Υἱός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἴναι πλέον, παρών μέ τό Ἃγιον Σῶμα Του καί τό Τίμιον Αἷμα Του. Μαζί μ' Αὐτόν εἶναι καί ὁ Πατήρ καί τό Ἃγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀδιαίρετη καί ἀχώριστη.
Κι ἐμεῖς -οἱ πρίν παραπεταμένοι καί πεσμένοι (παραπεσόντες)- εἴμαστε τώρα φιλοξενούμενοι καί διακονούμενοι ἀπό τήν Τριαδική ἀγάπη. Κοινωνοῦμε τό ἅγιο Σῶμα καί τό Τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί γινόμαστε ναός τῆς Παναγίας Τριάδος, κατοικητήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ: «Τόν Χριστόν καί τόν Πατέρα αὐτοῦ καί τόν Παράκλητο ἔχει ἱδρυμένον μέσα του» λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στόν πιστό πού κοινώνησε τόν Χριστό . Στό τέλος τῆς Θείας ἱερουργίας πανηγυρίζουμε τήν ἔλευση τῆς φωτολαμποῦς Ἁγίας Τριάδος ἐντός μας: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν.... ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦ¬ντες· αὕτη γάρ ἡμᾶς ἔσωσεν».
5) Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς:
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ μυστηριακή παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός καί Βασιλεύς τῶν ὅλων. Εἶναι «ὁ πᾶσαν ἐκκλησιάζων τήν κτίσιν». Ἡ παρουσία Του συγκαλεῖ, συνάγει τά πάντα. Τά «ἐνδιασφίγγει καί μεταξύ τους καί μέ τόν ἑαυτό Του προνοητικῶς» ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής . Σέ κάθε Θεία Λειτουργία μαζί μέ τόν Χριστό εἶναι παροῦσα καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία (ἡ ἐπίγεια ἤ στρατευομένη καί ἡ Οὐράνια ἤ θριαμβεύουσα), ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση. Γι' αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἄλλοι Πατέρες ὀνομάζουν τή θεία Λειτουργία σύν-οδο, ἐπειδή ὅλοι μαζί ἑνωμένοι συμ-πορευόμαστε πρός τόν Θεό . Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία: ἡ ἐπί τό αὐτό Σύναξη τοῦ σύμπαντος καί ἡ πορεία του πρός τή Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Πάνω στό Ἅγιο Δισκάριο στήν Ἁγία Πρόθεση βγαίνουν μερίδες γιά ὅλη τήν ἐκκλησία. Στό κέντρο ὁ Ἀμνός, τό Ἀρνίον, ὁ Χριστός. Δεξιά Του ἡ μερίδα τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί ἀριστερά οἱ μερίδες τῶν ἀγγέλων καί πάντων τῶν ἁγίων. Κάτω ἀπό τόν Κύριο οἱ μερίδες ὅλων μας, ζώντων καί κεκοιμη¬μέ¬νων.
Πρίν ἀκόμη ὁ Χριστός παραθέσει τό Δεῖπνο Του, μέσα στήν Παναγία ἱερουρ¬γή¬θηκε -τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύμα¬τος- τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας: «Ἔγινε ἡ κοι¬λία σου ἁγία Τράπεζα, ἔχουσα τόν οὐράνιο Ἄρτο» λέει ἕνα τροπάριο τοῦ ὄρθρου τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Στή θεία Λειτουργία ἡ Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν βρίσκεται στά δε¬ξιά τοῦ Βασιλέως. «Διότι ὅπου ὁ Χρι¬στός... ἐκεῖ στέκεται καί αὐτή... διότι ἀληθι¬νά εἶναι θρόνος Του · ὅπου κάθεται ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ στέκεται καί ὁ θρόνος» σημειώνει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς .
Ὁ ἀγγελικός κόσμος εἶναι ἡ δορυφορία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος προχωρεῖ πρός τό Γολγοθᾶ καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι παρατηροῦν μέ δέος καί συνοδεύουν. Ὁ Κύριος «ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορού¬μενος τάξεσιν» πορεύεται γιά νά θυσιαστεῖ. Καί τήν ὥρα τῆς προσφο¬ρᾶς οἱ ἄγγελοι συλλειτουργοῦν μέ μᾶς καί συνδοξολογοῦν τή Θεία Ἀγαθότητα.
Μαζί μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις στή Θεία Εὐχαριστία συμμετέχει «τῶν Ἁγίων ὁ χορός». Ἡ εὐχαριστιακή Σύναξη εἶναι ἡ γιορτή τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅσοι συμπορεύ¬θηκαν μέ τόν Χριστό καί νίκησαν μαζί Του συμπαρίστα¬νται τήν ὥρα αὐτή.
Στή Θεία Λειτουργία εἶναι παρόντες καί οἱ κεκοιμη¬μένοι ἀδελφοί μας. Ζητᾶμε γι' αὐτούς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνημόνευσή τους στή Θεία Λειτουργία φέρνει στίς ψυχές τους «πολύ κέρδος καί μεγάλη ὠφέλεια» λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Οὐρανός καί γῆ, ἄγγελοι καί ἄνθρω¬ποι, ζῶντες καί κοιμηθέντες, τό σύμπαν ὁλόκληρο, συνεορ¬τάζουν καί συνευχαριστοῦν τόν Κύριο γιά τήν ἀγάπη Του.
6) Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι θυσία πραγματική
Στή θεία Λειτουργία ζοῦμε τό μυστήριο τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Στό μυστικό Δεῖπνο ὁ Κύριος κάνει λόγο ἀκόμη μιά φορά γιά τόν ἐπί τοῦ Σταυροῦ θάνατό Του. Προσφέροντας τό πανάγιο σῶμα Του τεμαχι¬σμένο (κλώμενον) καί τό ἅγιο αἷμα Του ἐκχυνόμενον «τούς ὑπενθυμίζει πάλι... τή σφαγή». Στή διάρκεια τοῦ Δείπνου δεσπόζει ὁ Σταυρός: «Εὐλαβη¬θεῖτε αὐτήν τήν τράπεζα», μᾶς λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Τόν Χριστό πού ἐσφάγη γιά μᾶς, τό θῦμα πού κείτεται πάνω της» . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστός διά τοῦ μυστικοῦ Δείπνου, μ' ἕναν τρόπο ἀκατάληπτο γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ, προλαβαίνει τά γεγονότα τῆς προδοσίας, τῆς δίκης, τοῦ Σταυροῦ. Καί προσφέροντας στούς Δώδεκα τό ἅγιο Σῶμα Του ὡς τροφή, «ἔδειξε μέ σαφήνεια ὅτι ἡ θυσία τοῦ Ἀμνοῦ εἶχε ἤδη συντελεσθεῖ». Τό Δεῖπνο εἶναι μυστικό, εἶχε ἕνα μεγάλο μυστικό νόημα: μᾶς μύησε στή σταυρική σωτηριώδη θυσία. Σ' αὐτό ὁ Χριστός ἱερούργησε τή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ.
Ὁ ἱερός Καβάσιλας μιλώντας γιά τή Θεία Εὐχαριστία λέει, ὅτι «ἡ θυσία αὐτή δέν εἶναι εἰκόνα καί τύπος θυσίας, ἀλλά θυσία ἀληθινή» (Τήν θυσίαν ταύτην μή εἰκόνα καί τύπον εἶναι θυσίας, ἀλλά θυσίαν ἀληθινήν... Πρᾶγμα θυσίας ἡ τελετή). Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι πραγματική θυσία, ἐπειδή ὁ Χριστός θυσιάζεται καί προσφέρεται στούς πιστούς σφαγια¬σμέ¬νος: «Σέ θυσία προσέρχεσαι φρικτή καί ἁγία, μᾶς λέει ὁ ἱερός Χρυσόστο¬μος. Μπροστά σου βρίσκεται ἐσφαγμένος ὁ Χριστός» . Ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ καί ἡ θυσία τῆς Εὐχαριστίας εἶναι μία, γιατί Ἕνας εἶναι ὁ Ἀμνός. «Τήν ἴδια θυσία πάντοτε ποιοῦμε» γράφει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐπειδή «τόν ἴδιο (Ἀμνό) πάντοτε προσφέρομε». Ἤ πιό σωστά, ὁ ἴδιος Ἀμνός πάντοτε αὐτοπροσφέρεται.
Ἐκεῖ στό ἅγιο θυσιαστήριο βλέπουμε ὁλοζώντανη τή θυσιαστική, ἐσταυ¬ρω¬μένη, ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. «Τί θά μποροῦσε νά ἐξισωθεῖ μ' αὐτήν τήν ἀγάπη; ἀναρωτιέται ὁ ἱερός Καβάσιλας. Ποιά μητέρα εἶναι τόσο φιλόστοργη ἤ πατέρας τόσο φιλότεκνος; ἤ [τίς τῶν κα¬λῶν οὑτινοσοῦν (ἔστω καί λίγο) οὕτως ἔλαβε ἔρωτα μανικόν; (τρελό)]ποιός ἀπό τούς καλούς ἐρωτεύτηκε ἔτσι τρελά ἔστω καί λίγο;» .
7) Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἔργον ἀγαθόν
Τό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο συνοψίζεται στή Θεία Λειτουργία καί συνεχίζεται μέ αὐτήν. Ἡ σπουδαιότητα της εἶναι πρωταρχική Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ΤΟ ΕΡΓΟ, τό κατεξοχήν ἀγαθόν ἔργον. Δι' αὐτῆς ὁ Θεός - τό μόνο Ἀγαθό- ἐργάζεται τή σωτηρία τοῦ λαοῦ Του. Ὁ Χριστός μᾶς ἀπεκάλυψε: «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι». Μέ τή θεία Λειτουργία ὁ Θεός συνεχίζει τό ἔργο τῆς δημιουργίας: ἀναδημιουργεῖ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Πλάθει τόν νέο ἄνθρωπο καί τόν τρέφει μέ τή σάρκα Του.
8) Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι διαρκές Πάσχα
Ὕστερα ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος καταργήθηκε· πολιτεύεται ἡ Ζωή. Ὁ χρό¬νος παύει νά μᾶς σφίγγει. Ζοῦμε μέ τήν προ¬οπτική τῆς αἰωνιότητας. Αὐτήν τή νίκη τοῦ Χριστοῦ γιορτάζουμε μέ τή θεία Λειτουργία. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα διαρκές Πάσχα: «ἀεί Πάσχα ἐστί». Γι' αὐτό καί ἡ κατ' ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ εὐχαριστιακοῦ Μυστηρίου εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἡ Κυριακή. Ἡ ἡμέρα πού συμβολίζει τήν κατάλυση τοῦ χρόνου, γιατί εἶναι ταυτόχρονα ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας καί ἡ ὀγδόη, ἡ «ἀνέσπερος καί ἀδιάδοχος καί ἀτελεύτητος ἡμέρα». Γι' αὐτό καί «ἡ ἁγία Τράπεζα» εἰκονίζει «τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τό σεβάσμιο μνῆμα Του» . Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς κάνει νά ζοῦμε στόν Παράδεισο ἀπό τώρα· εἶναι καί δική μας Ἀνάσταση-Πάσχα (= πέρασμα στήν αἰώνια κατάπαυση)
Καρποί τῆς Θείας Λειτουργίας
Μέ τήν Θεία Λειτουργία:
1) Ἐνσωματώνεται ὁ πιστός στόν Χριστό καί
2) Συγκροτεῖται ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
1) Ἐνσωματώνεται ὁ πιστός στόν Χριστό. Ἁγιάζεται ὅλη ἡ κτίση
Στή Θεία Λειτουργία, μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόμα¬στε «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ». Ὁ ἄνθρωπος δέχεται μέσα του τόν Χριστό καί ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός εἶναι ταυτόχρονα οἶκος καί ἔνοικος τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀνάγκη, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, νά μάθουμε «τό θαῦμα τῶν μυστηρίων, τί εἶναι καί γιατί δόθηκε καί ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ πράγματος. Ἕνα σῶμα γινόμαστε καί μέλη, λέγει ἀπό τήν σάρκα Του καί τά ὀστά Του». Καί συνεχίζει: «Γιά νά μή γίνουμε λοιπόν ἕνα σῶμα μέ τό Χριστό μόνο μέ τήν συναισθηματική ἰδιότητα τῆς ἀγάπης ἀλλά καί οὐσιαστικά (κατ' αὐτό τό πρᾶγμα), ἄς ἀναμιχθοῦμε μέ τή σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τροφή πού μᾶς ἐχάρισε, θέλοντας νά μᾶς δείξει τή μεγάλη ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς». Καί ὁ Ἅγιος καταλήγει: «Γι΄ αὐτό ἀνέμιξε τόν ἑαυτό Του μέ μᾶς, καί ἔγινε ἕνα φύραμα τό σῶμα Του μέ μᾶς, γιά νά ὑπάρχουμε σάν ἕνα, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα εἶναι ἑνωμένο μέ τήν κεφαλή. Αὐτό εἶναι δεῖγμα ἐκείνων πού ἀγαποῦν σφοδρά» . «Δέν ἀρκέστηκε μόνο στό νά γίνει ἄνθρωπος, στό νά ραπισθεῖ καί νά σφαγεῖ ἀλλά καί ἀναμιγνύει τόν ἑαυτό Του μαζί μας· καί ὄχι μόνο μέ τήν πίστη ἀλλά καί πραγματικά μᾶς κάνει σῶμα Του». Καί ἄλλοτε πάλι ἀκούει νά τοῦ μιλάει ὁ Χριστός: «Ὄχι ἁπλῶς ἀναμι¬γνύ¬ομαι μαζί σου, ἀλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, κόβομαι λεπτά κομματάκια, γιά νά γίνει πλήρης ἡ ἀνάκραση καί ἡ ἀνάμιξη καί ἡ ἕνωση. Διότι τά ἑνούμενα κρατοῦν τά δικά τους σχήματα καί ὅρια. Ἐγώ ὅμως συνυφαίνομαι μαζί σου. Δέν θέλω νά ὑπάρχει κάτι ἀνάμεσά μας· θέλω νά εἶναι τά δύο ἕνα». Ἀνάμεσα στόν Χριστό καί τόν πιστό δέν θέλει ὁ Κύριος νά παρεμβάλλεται τίποτε. Ὅλα λιώνουν μέσα στή φωτιά τῆς ἀγάπης Του: «ἐμεῖς καί ὁ Χριστός εἴμαστε ἕνα» μᾶς λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος . Μόνο οἱ ἅγιοι τολμοῦν νά μιλήσουν ἔτσι διότι δέν ἔμαθαν ἀλλά «ἔπαθαν τά Θεῖα». Ἄς ἀκούσουμε τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο:
«Γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Χριστός μέλη δικά μας
καί χέρι ὁ Χριστός καί πόδι ὁ Χριστός δικό μου τοῦ παναθλίου,
καί ἐγώ ὁ ἄθλιος γίνομαι χέρι τοῦ Χριστοῦ καί πόδι τοῦ Χριστοῦ·
κινῶ τό χέρι, καί τό χέρι μου εἶναι ὅλος ὁ Χριστός·
διότι πρέπει νά ἐννοεῖς ἀμέριστη τή θεία θεότητα !
Κινῶ τό πόδι καί ἰδού ἀστράφτει ὅπως Ἐκεῖνος·
μήν πεῖς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλά δέξαι αὐτά
καί προσκύνησε τόν Χριστό πού σέ κάνει τέτοιο!» .
Οἱ ἅγιοι γίνονται φωτόμορφοι καί φωτολαμπεῖς καί χριστοφόροι καί ζωηφόροι διότι ἔχουν κοινωνήσει τήν πλημμύρα τῆς Ζωῆς καί τοῦ Φωτός. Ἁγιάζουν καί ὅλη τήν κτίση μέ τήν ζωή καί τή θεία Χάρη πού ἀναδίδουν τά μέλη τους.
Μέ τή Θεία Εὐχαριστία ἐπιτυγχάνεται ἡ ὀντολογική ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου. Συντελοῦνται ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση μας.
Ὅταν ὁ Χριστός ἔλθει μέσα μας ὅλα ἀλλάζουν. Ὁ πιστός μεταμορφώνεται, ὑφίσταται ὀντολογική ἀλλαγή· δέν ἀλλάζει μόνο κάποιες ἐξωτερικές συμπεριφορές. «Γνωρίζει» τόν Θεό ὀντολογικά δηλ. μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, μέ ὅλο τό εἶναι του -δέν ἀποκτᾶ ἁπλῶς κάποιες ἐγκεφαλικές γνώσεις περί Θεοῦ. Καί αὐτό διότι ἡ λειτουργική συνάντηση μέ τόν Θεό καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο «λειτουργικόν ὄν, ἄνθρωπο δοξολογικό, σαρκωμένη προσευχή» . Ὁ ἄνθρωπος πιά, δέν «κάνει προσευχή» ἀλλά «γίνεται ὁ ἴδιος προσευχή». Ὁμοιάζει μέ τόν Θεό, γίνεται κατά χάριν Θεός· ὄχι ἁπλά «καλύτερος» ἄνθρωπος.
Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ ἀληθινή παιδαγωγία τοῦ ἀνθρώ¬πινου προσώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο· ὁλοκληρώνεται σάν πρόσωπο, ὅταν ἔχοντας ἀπέναντί του (πρός + ὄψη) κάποιο ἄλλο πρόσωπο κοινωνεῖ ἀληθινά (δηλ μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη χωρίς ὅρια καί διακρίσεις) μαζί του. Ὁλοκληρώνεται κοινωνώντας, ἐπικοινωνώντας ἀληθινά μέ τόν ἄλλο καί μέ τόν Ἄλλο πού εἶναι ὁ Κύριος. Ἡ πραγμάτωση μιᾶς τέτοιου εἴδους ἀληθινῆς κοινωνίας καί ἀλλαγῆς γίνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀληθινή κοινωνία πού ταυτίζεται μέ τήν τέλεια ἀγάπη βιώνεται στή Λατρεία, στή Λατρευτική Σύναξη τῶν πιστῶν καί μάλιστα στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διότι «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι συνάθροιση ἀτομικοτήτων ἀλλά κοινωνία προσώπων» τά ὁποῖα συνδέονται μέσῳ τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ συνάντηση τοῦ προσωπικοῦ ἀνθρώπου μέ τόν προσωπικό Θεό δέν εἶναι ἁπλή διανοητική θέα, ἁπλή ἐνόραση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὀντολογική κοινωνία στή θεία ἐνέργεια, πραγματική μετοχή στή ζωή τῆς σάρκας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, πού θεώθηκε καί μᾶς θεοποιεῖ». Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό προσωπικό μας Θαβώρ ὅπου ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἀπεργάζεται τήν προσωπική μας μεταμόρ¬φωση .
«Ὁ Πανάγαθος Θεός, γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μᾶς μεταδίδει θεία ζωή κάνοντας τόν ἑαυτό Του ἐδώδιμο ὅπως Αὐτός γνωρίζει... θεώνοντας αὐτούς πού Τόν τρώγουν σύμφωνα βέβαια μέ αὐτό πού εἶναι καί λέγεται, ἄρτος ζωῆς καί δυνάμεως».
Σέ κάθε Θεία Λειτουργία μέ τήν θεία Κοινωνία ὁ πιστός: 1) λαμ¬βάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, 2) ἁγιάζεται ψυχικά καί σωμα¬τικά, 3) θεώνεται, 4) ἑνώνεται καί μέ ὅλους τούς ἄλλους χριστιανούς, πού κοινωνοῦν, σέ ἕνα σῶμα .
Μέ τή θεία Λειτουργία ἁγιάζεται ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση.
Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἴδια ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, γράφει ὁ ἱερός Δαμασκη¬νός, «ὁ θάνατος καταργήθηκε... δωρήθηκε ἡ ἀνάσταση... ἀνοίχθηκαν οἱ πύλες τοῦ παραδείσου... γίναμε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμοι» . Ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώθηκε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ διαβόλου, ἀποκαταστάθηκε ἡ πρωτόκτιστη ὡραιότητά του. Αὐτά ζοῦμε, οἰκειοποιούμαστε καί μεῖς σέ κάθε Θεία Λειτουργία. Ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος ὅλος ἁγιάστηκε στούς αἰῶνες: «Λίγες σταγόνες αἵματος, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναδημιουργοῦν τόν κόσμο ὁλόκληρο καί γίνονται σάν χυμός γάλακτος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μᾶς συνδέουν καί μᾶς συγκεντρώνουν σέ μιά ἑνότητα» . «Ὁ Χριστός, λέει καί ὁ γέρων Πορφύριος, ἕνωσε τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν οὐρανό καί τήν γῆ. Μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί ὅλα τά δημιουργήματα, μέ ὅλη τήν κτίση τοῦ Θεοῦ. Μέ τά ζῶα καί τά πουλιά. Μέ κάθε μικρό ἀγριολούλουδο, μέ κάθε μικρό ἔντομο»
Προσφέροντας στό Θεό ψωμί καί κρασί προσφέρουμε τόν κόσμο. Κι ὁ κόσμος γίνεται Εὐχαριστία καί ἁγιάζεται.
Ὅλη ἡ κτίση λατρεύει τόν Θεό
Ὅλη ἡ Δημιουργία καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς Δημιουργίας, γι' αὐτόν τόν σκοπό δημιουργήθηκαν· γιά νά λατρεύουν τόν Θεό . Φανερώνοντας τή δόξα Του, τήν πανσοφία Του, τήν παντοδυναμία Του καί τήν ἀγαθότητά Του, προσφέρουν μιά παγκόσμια, μιά «Κοσμική Λατρεία», μιά παγκόσμια «Κοσμική Λειτουργία», στόν Δημιουργό καί Κύριο τῶν πάντων. Αὐτή εἶναι καί ἡ σωτηρία τους: τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τοῦ κόσμου ὅλου.
Μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα» ἁγιάζεται καί χριστοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἁγιάζεται καί ἀνακαινίζεται ἡ κτίση. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά χάριν Χριστός καί ὁ κόσμος «οἶκος Θεοῦ». Προγεύονται τή μελλοντική τελεία ἀνακαίνιση. Καί τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γίνεται ὁ δρόμος καί ὁ τρόπος καί ἡ πύλη διά μέσου τῆς ὁποίας περνάει καί βαδίζει ὁ Χριστός καί εἰσέρχεται στόν κόσμο καί στόν ἄνθρωπο. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἕνα ἀναστάσιμο πανηγύρι ὅπου ὅλοι καί ὅλα ξεκαινουργώνονται: Ὁ κόσμος πού «συστενάζει καί συνωδίνει» δέχεται ξανά τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στό «ἀρχαῖον κάλλος» καί ἀκόμη περισσότερο γίνεται Θεός κατά χάριν. Ζεῖ ἔτσι τήν ἀρχή τοῦ καινοῦ αἰῶνος. Τήν ἀρχή ἐκείνης τῆς ἀνέσπερης μέρας κατά τήν ὁποίαν ὁ Δεσπότης θά ἐπα¬νέλθει καί «θά στηθεῖ ὁ χορός τῶν ἀγαθῶν δούλων γύρω Του , καί κα¬θώς Ἐκεῖνος θά λάμπει καί αὐτοί θά λάμψουν». Θά εἶναι τότε ὁ Θεάν¬θρωπος «Θεός ἐν μέσῳ θεῶν. Ὡραῖος ὡραίου κορυφαῖος χοροῦ».
2) Συγκροτεῖται ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριος στήν Ἀρχιερατική Του Προσευχή ζητάει γιά ὅλους ὅσους πιστεύουν σ' Αὐτόν νά εἶναι ἕνα. Νά ζοῦν τή χαρά τῆς ἑνότητας, τῆς ἀγάπης. Ἡ τέλεια αὐτή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. «Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο βάθος, ἡ μεγαλύτερη ἔννοια πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ βρίσκεται τό μυστήριο. Νά ἑνωθοῦν ὅλοι σάν ἕνας ἄνθρωπος ἐν Θεῷ» λέει ὁ γέροντας Πορφύριος . «Ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται στόν κόσμο μέ τή θεία Εὐχαριστία. Κάθε πιστός πού μετέχει στή Θεία Εὐχαριστία ἑνώνεται μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἀνήκουν καί οἱ ἄλλοι πιστοί· ὄχι μόνο ὅσοι ζοῦν, ἀλλά καί ὅσοι ἔζησαν στό παρελθόν ἤ θά ζήσουν στό μέλλον».
Πλαστήκαμε γιά νά δοξάζουμε, νά λατρεύουμε, νά εὐχαριστοῦμε καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό κάθε στιγμή, σέ κάθε τόπο· κυρίως ὅμως νά λειτουργοῦμε καί ταυτόχρονα νά λειτουργούμαστε «ἐν ἐκκλη¬σίαις».
Κάποιοι ἀντιδροῦν: Γιατί στήν ἐκκλησία; «Νά προσευ¬χηθῶ μπορῶ καί στό σπίτι μου... Ἀπατᾶς τόν ἑαυτό σου ἄνθρωπε», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Νά προσευχηθεῖς στό σπίτι σου εἶναι δυνατό. Ὅμως, νά προσευχηθεῖς, ὅπως προσεύχεσαι στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατο. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό πλῆθος τῶν πατέρων κι ἀναπέμπεται στό Θεό ὁμόφωνη κραυγή ἱκεσίας. Δέν θά γίνεις εἰσακουστός ἀπ' τὀ Δεσπότη τόσο πολύ, ὅταν τόν παρακαλεῖς μοναχός σου, ὅσο ὅταν τόν παρακαλεῖς ἑνωμένος μέ τούς ἀδελφούς σου. Ἐδῶ ὑπάρχει κάτι περισσότερο, ὅπως ἡ ὁμόνοια κι ἡ συμφωνία κι ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης κι οἱ εὐχές τῶν ἱερέων. Γι' αὐτό τό λόγο στέκονται μπροστά οἱ ἱερεῖς, ὥστε οἱ προσευχές τοῦ πλήθους καθώς εἶναι πιό ἀδύνατες, νά ἑνωθοῦν μέ τίς προσευχές τῶν πιό δυνατῶν καί ν' ἀνεβοῦν μαζί στόν οὐρανό» . Μέ τήν κοινή Λατρεία, τή λατρευτική σύναξη στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας φανερώνεται τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα ὡς λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου, μεταβάλλει τήν ἁπλή σύναξη σέ λατρευτική σύναξη. Χωρίς τόν ἱερέα ἡ συγκέντρωση τῶν πιστῶν, εἷναι μιά ἁπλή θρησκευτική συγκέ¬ντρω¬ση. Μέ τόν ἱερέα ἡ σύναξη γίνεται ἕνα κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἱερέας εἶναι «εἰς τύπον Χριστοῦ» καί μέ τήν Θεία Λειτουργία πού τελεῖ, φέρνει τόν Κύριο ἀνάμεσα στούς πιστούς σωματικά. Αὐτή ἡ Θεία παρουσία ἀλλοιώνει, μεταμορφώνει καί ἀνυψώνει τήν σύναξη τῶν πιστῶν σέ Ἐκκλησία, σέ Σῶμα Χριστοῦ. Οἱ πιστοί δέν εἶναι πιά ἕνα ἄθροισμα φυσικῶν ἀτόμων, ἀλλά «κάτι ἄλλο», μιά νέα κοινότης, ἕνα σῶμα, μέ ἀπροσμέτρητες δυνατότητες, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι: «Ἐάν δύο ἀπό σᾶς συμφωνήσουν στή γῆ γιά κάθε πρᾶγμα, πού θά ζητήσουν ἀπό κοινοῦ στήν προσευχή τους, θά γίνει αὐτό σ' αὐτούς ἀπό τόν Πατέρα μου, πού εἶναι στούς οὐρανούς.» Ὑπακούοντας σ' αὐτήν τήν προτροπή τοῦ Κυρίου οἱ πιστοί συναθροί¬ζονται καί ἀπαρτίζουν τήν Ἐκκλησία, ἕνα σῶμα, μέ ἀπροσμέτρητες δυνατότητες. Ἡ ἔνταξή τους σ' αὐτό τό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα εἶναι καί ἡ σωτηρία τους. Διότι ἡ συμφι¬λίω¬ση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἡ ἕνωσή του μέ τόν Κύριο δέν εἶναι ὑπόθεση ἀτομική· δέν εἶναι κάτι πού γίνεται «κατ' ἰδίαν» καί «κατά τό δοκοῦν». Εἶναι καρπός τῆς ἐντάξεως καί τῆς συμμε¬τοχῆς τοῦ πιστοῦ στή ζωή τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. «Δέν εἶναι ἁπλῶς μιά γνώση πού μαθαίνεις, ἀλλά μιά γνώση πού παθαίνεις ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα» . Καί τήν παθαίνεις μέσα στή Θεία Λατρεία. Εἶναι μιά μεταμόρφωση, μιά ὀντολογική ἀλλαγή, μιά δεύτερη γέννηση, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή· καί αὐτή συντελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τόν Ἐκκλησιασμό τοῦ πιστοῦ, δηλ. τή συμμετοχή του στή Λατρευτική σύναξη. Χωρίς Λατρεία, χωρίς Λατρευτική σύναξη, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει καί σωτηρία. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί, σά Λατρευτική Κοινότητα, σάν Σῶμα Χριστοῦ· ποτέ μόνοι μας. Διότι ἡ σωτηρία μας εἶναι ὁ Κύριος πού εἶναι παρών ἐκεῖ ὅπου «εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ὄνομά Του».
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί μέ μύριες προφυλάξεις ἀλλά καί μέ ἀδούλωτο φρόνημα τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία στίς κατακόμβες ἤ στίς ἐκκλησίες ὅταν δέν ἦταν καιρός διωγμοῦ. «Θεωροῦσαν θεμελιακό, πρῶτο καθῆκον, νά βρεθοῦν μέ τά ἄλλα ἀδέλφια τους στόν ἴδιο τόπο, νά συγκροτήσουν τό ἱερό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά δοξολογήσουν μαζί τό Θεό καί Πατέρα. «Κατά τή μέρα, πού τή λέμε μέρα τοῦ ἥλιου (δηλ. τήν Κυριακή), γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, γίνεται συνάθροιση στό ἴδιο μέρος ὅλων, πού κατοικοῦν στίς πόλεις ἤ στά χωριά. Καί διαβάζονται τά ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀποστόλων ἤ τά συγγράμματα τῶν Προφητῶν μέχρι πού μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χρόνος. Ὕστερα σηκωνόμαστε ὅλοι κι ἀναπέμπουμε προσευχές. Κι ὅπως εἴπαμε πρίν, ὅταν σταματήσουμε τίς προσευχές, προσφέρεται «ἄρτος» καί «οἶνος» καί νερό. Καί ὁ προϊστάμενος πάλι «ἀναπέμπει» εὐχές κι εὐχαριστίες μ' ὅλη τή δύναμή του. Κι ὁ λαός συμφωνεῖ ψάλλοντας τό «Ἀμήν». Καί γίνεται ἡ διάδοση στόν καθένα κι ἡ μετάληψη ἀπ' τά δῶρα τῆς Εὐχαριστίας. Καί σ' αὐτούς, πού ἀπουσιάζουν, στέλλεται μέ τούς διακόνους».
Ὅταν οἱ πιστοί συγκεντρώνονται σ' ἕναν ὁρισμένο τόπο καί μιά ὁρισμένη στιγμή γιά νά τελέσουν τή θεία Εὐχαριστία, ἡ Σύναξή τους αὐτή φανερώνει τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Εὐχαριστία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός . Στό Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, στό θεία Λειτουργία δεσπόζει ἡ σταυρική θυσία Του. Καί ἀκρι¬βῶς ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἡ θεία Ἀγάπη πού φθάνει «εἰς τέλος», εἶναι τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπί τό αὐτό σύναξη τῶν πιστῶν καί ἡ ἀγαπητική ἕνωσή τους μέ τόν Κύριο καί μεταξύ των (δηλ. ἡ συγκρό¬τηση τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι καρποί τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου πού εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν θυσία πού τελεῖται σέ κάθε θεία Λειτουργία.
«Βγῆκε ἀπό τήν πλευρά αἷμα καί ὕδωρ. Μή παρατρέξεις ἀφελῶς τό μυστήριο» λέγει ὁ Χρυσορ¬ρήμων. «Διότι ἔχω καί ἄλλο λόγο νά πῶ μυστικό· εἶπα ὅτι σύμβολο τοῦ βαπτίσματος καί τῶν μυστη¬ρίων (δηλ. τῆς Εὐχαριστίας) εἶναι τό αἷμα ἐκεῖνο καί τό ὕδωρ (πού βγῆκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Κυ¬ρίου ὅταν ὁ στρατιώτης τόν κέντησε μέ τήν λόγχη). Ἀπό αὐτά τά δύο γεννήθηκε ἡ Ἐκκλησία... Ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ... Ἀπό αὐτά τά δύο συστάθηκε ἡ Ἐκκλησία... Ἀπό ἐδῶ λαμβάνουν ἀρχή τά μυστήρια». Τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Εὐχαριστίας ἀρχίζουν ἀπό τό Σταυρό. Καί τά ἴδια αὐτά μυστήρια συνιστοῦν, συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία.
Μετέχοντας στή Θεία Λειτουργία, διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐνσωμά¬τω¬σή μας στό θεανθρώπινο σῶμα . Ξαναβρίσκουμε τήν χαμένη μας οἰκειό¬τητα μέ τόν Θεό. Γινόμαστε ἕνα μεταξύ μας. Ἐκπληρώνουμε ἔτσι τό αἴτημα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου γιά ὅσους θά πιστέψουν σ΄ Αὐτόν: «ἵνα ὦσιν ἕν». Οἱ θεόπνευστοι Ἀπόστολοι κι οἱ ἁγιασμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν στήν Εὐχαρι¬στιακή συνάθροιση τά ἑξῆς ὀνόματα: Σύν-αξη, συν-έλευση, συν-αγωγή, σύν-οδος. «Ὅλοι οἱ ὅροι ἐκφράζουν αὐτο¬προαίρετη πορεία πρός τήν ἑνότητα καί τή συγκρότηση τοῦ σώματος καί συμπορεία μαζί μέ τό Θεό καί κάτω ἀπό τό βλέμμα καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ» .
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» . Οἱ πολλοί διά τοῦ ἑνός Ἄρτου, τοῦ Χριστοῦ, πού κοινωνοῡμε ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα. Ἡ θεία αὐτή τροφή οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία. Κάνει τήν Ἐκκλησία νά εἶναι Σῶμα Χριστοῦ: «Διότι τί εἶναι ὁ ἄρτος; Σῶμα Χριστοῦ. Τί γίνονται αὐτοί πού μεταλαμβάνουν; Σῶμα Χρι¬στοῦ» . Ἑνωνόμαστε καί γινόμαστε ἀδελφοί. Τό ἴδιο τεθεωμένο αἷμα ρέει στίς φλέβες μας καί ἡ ἴδια τεθεωμένη σάρκα μᾶς ζωοποιεῖ. Ἑνωνόμαστε μ' ἕνα δεσμό ἀσυγκρί¬τως ἰσχυρότερο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχουν τά σαρκικά ἀδέλφια. Ταυτιζόμαστε χωρίς ὅμως καί νά χάνουμε τήν ὑπόσταση, τό πρόσωπο μας. Ἀλληλοπερι¬χωρούμεθα ἀλ¬λά και διατηροῦμε τήν ἰδιοπροσωπία μας. Ζοῦμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, ὁ ἕνας μέσα στήν καρδιά τοῦ ἄλλου, ὅλοι μέσα στό Θεό καί ὁ Θεός μέσα σ' ὅλους μας.
Ἑνωνόμαστε καί νικᾶμε καί μεῖς δι' Αὐτοῦ τή φθορά καί τό θάνατο, τή διαίρεση καί τόν ἀλληλοσπαραγμό πού βασιλεύουν στόν κόσμο, σωζό¬με¬θα. Σωζόμεθα ὄχι σά μονάδες, σάν ἀτομικότητες ἀλλά σά σύνολο, σάν εὐχαριστιακή κοινότητα, σάν πρόσωπα-μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σωζόμαστε πάντα σάν Ἐκκλησία καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ποτέ μόνοι μας. «Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» διακηρύττουν οἱ Πατέρες. Καί ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται καί φανερώνεται μέ τή Θεία Λειτουρ¬γία μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «Ἐκτός τῆς θείας Λειτουργίας δέν ὑπάρχει σωτηρία».
Ὁ πιστός ἐντάσσεται στἠν Ἐκκλησία ἀπό τή στιγμή πού βαπτίζεται· μέ τήν Θεία Λειτουργία ὅμως ἐπιτυγχάνει τή διατήρηση αὐτῆς τῆς ἐνσωματώ¬σεώς του στήν κοινότητα, στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Γίνεται ἕνα μέ ὅλους. Ἔτσι κάθε εὐχαριστιακή σύναξη εἶναι ἡ Σύναξη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τή σάρκωσή Του ὁ Χριστός «ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε» λέγει ὁ Χρυσορρήμων καί «ἦρθε στό δικό της σπίτι· τήν βρῆκε λερωμένη, λιγδω¬μένη, γυμνή, βουτηγμένη μέσα στά αἵματα, καί τήν ἔλουσε, τήν ἄλειψε μέ λάδια καί ἀρώματα, τήν ἔθρεψε, τήν ἔντυσε ἱμάτιο πού ὅμοιό του δέν γίνεται νά βρεῖς: αὐτός ὁ ἴδιος ἔγινε στολή της καί τήν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τήν ὁδηγεῖ στά ὕψη» . Ἐκεῖ ὅπου ἱερουργεῖται ἡ οὐράνια Θεία Λει¬τουρ¬γία.
Πῶς θά βιώσουμε καλύτερα τή Θεία Λειτουργία
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας. Κανείς δέ μπορεῖ νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ παρά μόνο ἀκτίστως, δηλ. ἐν «Πνεύματι Ἁγίῳ». «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία. Ἀκόμη δέν μποροῦμε νά ὁμολογήσουμε καί νά λατρεύσουμε τόν Κύριο παρά μόνο ἐν «Πνεύματι Ἁγίῳ». «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν, Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν πνεύματι ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12, 3). Ἑπομένως γιά νά ἔχουμε ἐμπειρία τῆς Θ. Λειτουργίας πρέπει νά ἔχουμε ἐνεργό μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦ¬μα πού λάβαμε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Γιά νά συμβαί¬νει αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη πού προϋποθέτει βέβαια τή ζωντανή πίστη. Ὁ ἀγώνας αὐτός εἶναι δύσκολος καί μακρύς καί ἔχει τούς κανόνες του. Ὅσο καθα¬ρίζεται κανείς τόσο καί ἔχει γεύση τῆς Θείας Χάρης πού ἐκχέεται κατά τήν Θ. Λειτουργία ἀλλά καί κατά τήν τέλεση τῶν ἄλλων μυστηρίων τῆς Ἐκκλη¬σίας μας.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἐμπειρία πού μποροῦμε νά ἔχουμε στή Θ. Λειτουργία ἤ καί ἐκτός αὐτῆς στηρίζει τό Χριστιανό στόν ἀγώνα του νά εὐαρεστήσει στόν Θεό.
Ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά ἔχουμε αὐτήν τήν ἐμπειρία εἶναι ἡ ἔνταξη καί ἡ διατήρησή μας στόν τρόπο ζωῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας πού εἶναι ἡ μόνη καί Μία Ἁγία καί Καθολική Ἐκκλησία. Αὐτή διασώζει τήν ἀληθινή πίστη στόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μᾶς προσκαλεῖ ψάλλοντας: «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος». Ἡ φωνή τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου ἀντηχεῖ καί σήμερα: «Ἔρχου και ἴδε».
Ἔλα, γίνε μέλος ζωντανό τῆς Ἐκκλησίας γινόμενος ὑπήκοος καί μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ταπείνωσε τό πνεῦμα τῆς φιλαυτίας, ἀγωνί¬σου κατά τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, μετανόησε, προσευχήσου ἀδιάλειπτα, κάνε ὅλη τή ζωή σου μιά διαρκή Θεία Λειτουργία καί τότε θά ζήσεις, θά δεῖς, θά γευτεῖς, θά χαρεῖς -μέ μιά ἀνεκλάλητη χαρά- καί θά «μάθεις». Θά «μάθεις» ὄχι ἐγκεφαλικά ἀλλά ὑπαρξιακά, θά πάθεις τά «θεῖα». Θά ζήσεις τή γνήσια, προσωπική ἀλλοίωση καί ἐμπειρία πού ὁ Θεός, ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, δίδει σέ ὅλους ὅσους εἰλικρινά καί ἐμπόνως Τόν ἀναζητοῦν.
Ποιά ὅμως εἶναι αὐτή ἡ ἐμπειρία πού χαρίζει ὁ Θεός καί τήν ὁποία πρέπει καί μεῖς νά ζήσουμε ὡς «ἀρραβῶνα», ἐν ὄψει τῶν πνευματικῶν μας «γάμων» μέ τόν Νυμφίο Χριστό στήν Βασιλεία Του; Μέ ἄλλα λόγια τί καλούμαστε καί τί περιμένουμε νά ζήσουμε στή Θ. Λειτουργία; Ποιές εἶναι οἱ γνήσιες ἐμπειρίες τῆς Θείας Χάρης πού ζεῖ ὁ χριστιανός μέσα ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν Θεία Λειτουργία;
ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν» δηλ. τό νά ὁμοιάσουμε μέ τόν Θεό, νά ἑνωθοῦμε μαζί Του ὄχι «κατ’ οὐσίαν» ἀλλά «κατά χάριν». Αὐτήν τήν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν θέωση. Αὐτό γίνεται μόνο μέσα στήν Ὀρθό¬δοξη Ἐκκλησία. Δέν γινόμαστε ἁπλά καλύτεροι, ἠθικότεροι εὐγενέστεροι, δικαιότεροι ἀλλά ἀλλάζουμε ὀντολογικά, ὑπαρξιακά, αἰσθανόμαστε τόν Θεό, γινόμαστε Θεοί «κατά χάριν».
Εἶναι ἀδύνατον νά λέμε ὅτι ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό καί νά μήν αἰσθανόμαστε τή Χάρη Του.
Στόν παράδεισο πρίν τήν προπατορική ἁμαρτία οἱ πρωτόπλα¬στοι συνομιλοῦσαν μέ τόν Θεό, αἰσθάνονταν τήν Θεία Χάρη. Μέ τήν παρακοή ἔχασαν τήν Θεία Χάρη καί αἰσθάνθηκαν τή γυμνότητά τους.
Ὁ Θεός ἔπλα¬σε τόν ἄνθρωπο γιά νά εἶναι ἱερεύς, προφήτης καί βασιλεύς μετέχοντας στά τρία αὐτά ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ. Ἱερεύς γιά να δέχεται τήν ὕπαρξη του καί ὅλα τά δημιουργήματα σάν δῶρα ἀπό τόν Θεό· στή συνέχεια δέ νά ἀντιπροσφέρει τόν ἑαυτό του καί ὅλην τήν κτίση στόν Θεό δοξολογώντας καί εὐχαριστώντας Τον· εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού κάνουμε στή Θεία Λειτουργία. Ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης πλάστηκε γιά νά εἶναι προφήτης, δηλ. νά γνωρίζει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Προφῆτες ἦσαν στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ «ὁρῶντες». Ὁμιλοῦσαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί φανέρωναν τά μυστήρια καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐπίσης γιά νά εἶναι βασιλεύς, δηλ. γιά νά βασιλεύει στήν ὑλική δημιουργία καί στόν ἑαυτό του. Πλάστηκε γιά νά χρησιμοποιεῖ τή φύση ὄχι σά ληστής καί τύραννος, ἀλλά σάν ἄρχοντας. Ὀφείλει νά μήν κάνει κατάχρηση τῆς δημιουργίας, ἀλλά εὐχαριστιακή χρήση.
Ἐάν οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο δέν ἁμάρταναν ἀντικαθιστώ¬ντας τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό μέ τήν ἐγωιστική προσπάθεια γιά αὐτοθέωση, δέ θά χωρίζονταν ἀπό τόν Θεό· θά ἦταν βασιλεῖς, ἱερεῖς καί προφῆτες. Ὅμως ὁ ἅγιος Θεός ἀπό ἄπειρη ἀγάπη θέλησε νά ξαναφέρει τόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση νά μπορεῖ πάλι νά γίνει ἄν θέλει ἀληθινός ἱερεύς, προφήτης καί βασιλεύς. Νά μπορεῖ πάλι νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ νά κοινωνήσει καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε πῶς ὁ Θεός προετοιμάζει σιγά-σιγά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διά τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι δίνει σέ μερικούς δικαίους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης χάρισμα, σάν ἐκεῖνα πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεως, ὅπως τό χάρισμα τῆς προφητείας. Τέτοιοι ἦσαν ὁ προφήτης Ἠλίας, ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφήτης Μωϋσῆς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό προφητικό χάρισμα καί εἶδαν τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό χάρισμα δέν ἦταν γενικό γιά ὅλους, οὔτε ἦταν γιά ὅλο τό διάστημα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά ἦταν χάρισμα πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός γιά ὁρισμένο σκοπό καί σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ὅποτε δηλαδή ὁ Θεός ἤθελε οἱ δίκαιοι αὐτοί ἄνδρες νά ἐξαγγείλουν τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἤ νά ἀναγγείλουν τό θέλημά Του, τούς ἔδινε τήν δυνατότητα νά λάβουν κάποια ἐμπειρία και ἀποκάλυψη.
Ὅμως ὁ προφήτης Ἰωήλ προφήτευσε ὅτι θά ἔλθη ἐποχή πού τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά δώσει ὁ Θεός ὄχι σέ ὁρισμένους μόνο ἄνδρες καί γιά ὁρισμένο σκοπό, ἀλλά πρός ὅλο τόν λαό. Ἰδού τί λέγει: «Ἐκχεῶ ἀπό τοῦ Πνεύματος μου ἐπί πᾶσαν σάρκα», θά δώσω τό Πνεῦμα μου σέ κάθε ἄνθρωπο, «καί προφητεύσουσιν οἱ υἱοί ὑμῶν καί αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καί οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνια¬σθή¬σο¬νται, καί οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται» (Ἰωήλ 2,27). Δηλαδή θά δεῖ ὁ λαός μου ὁράσεις πνευματικές, θά δεῖ μυστήρια Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἔκχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δόθηκε σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Δέν δόθηκε ἡ χάρις αὐτή σέ ὅλους κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀκόμη σαρκωθεῖ. Τό χάσμα μεταξύ ἀνθρώπων καί Θεοῦ ἦταν ἀγεφύρωτο. Ἔπρεπε νά ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, γιά νά δώσει ὁ Θεός τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλο τόν λαό. Αὐτή τήν ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό τήν ἔκανε ὁ Σωτήρας μας Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.
Ἡ πρώτη ἕνωση πού εἶχε κάνει ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο στόν Παράδεισο δέν ἦταν ὑποστατική, καί γι’ αὐτό διασπάσθηκε. Αὐτή ἡ δευτέρα ἕνωση εἶναι ὑποστατική, δηλαδή προσωπική. Στήν ὑπόστα¬ση-πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα, αἰώνια, ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεία φύση. Ὅσο καί ἄν ἁμαρτήσουν οἱ ἄνθρωποι, δέν μπορεῖ πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση νά χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό, διότι στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεάνθρωπο, εἶναι αἰώνια ἑνωμένη μέ τή θεία φύση.
Γιά νά μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά λάβει τό Ἅγιον Πνεῦμα, νά γίνει ἱερεύς, βασιλεύς καί προφήτης, νά γνωρίζει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί νά αἰσθάνεται τόν Θεό, πρέπει νά γίνει μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός, ὁ ἀληθινός, ὁ τέλειος ἱερεύς, βασιλεύς και προφήτης. Αὐτό πού εἶχε πλαστεῖ γιά νά γίνει ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί δέ μπόρεσαν νά τό πραγματοποιήσουν λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, λόγῳ τῆς αὐτονόμησής τους ἀπό τόν Θεό, τό πραγματοποίησε ὁ Χριστός. Τώρα ὅλοι ἐμεῖς ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό μποροῦμε νά συμμετέχουμε στά τρία ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ, τό βασιλικό, τό προφητικό καί τό ἱερατικό. Βέβαια πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι μέ τό ἅγιο βάπτισμα καί τό χρῖσμα ὁ χριστιανός ἀποκτᾶ τήν γενική ἱερωσύνη, καί ὄχι τήν εἰδική ἱερωσύνη, πού ἀποκτᾶται μέ τήν χειροτονία καί διά τῆς ὁποίας οἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας λαμβάνουν τήν χάρη νά ἱερατεύουν στήν Ἐκκλησία καί νά ποιμαίνουν τούς λαϊκούς.
Λαϊκός πάλι δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ μή ἱερωμένος, ἀλλά αὐτός πού μέ τό ἅγιο βάπτισμα και χρῖσμα ἔλαβε τό ἀξίωμα νά εἶναι μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά συμμετέχει στά τρία ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο μάλιστα πιό ὑγιές, συνειδητό καί ἐνεργό μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ χριστιανός, τόσο καί πληρέστερα μετέχει στό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἀνώτερη ἐμπειρία καί αἴσθηση τῆς χάριτός Του λαμβάνει, ὅπως βλέπουμε στούς βίους τῶν Ἁγίων τῆς πίστεώς μας.
Μορφές ἐμπειρίας της χάριτος τοῦ Θεοῦ
Ποιές εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῆς χάριτος πού μπορεῖ νά λάβει ὁ χριστιανός, ὥστε ἡ πίστη καί ἡ χριστιανική ζωή (καί κατ’ ἐπέκταση ἡ συμμετοχή του στή Θεία Λειτουργία) νά μήν εἶναι γι’ αὐτόν κάτι διανοητικό καί ἐξωτερικό, ἀλλά ἀληθινή, πνευματική αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, κοινωνία μέ τόν Θεό, οἰκείωση τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία συμμετέχει ὁ ὅλος ἄνθρωπος;
Εἶναι πρῶτα-πρῶτα μία ἐσωτερική πληροφορία ὅτι διά τῆς πίστεως στόν Θεό - πού τήν ὁμολογεῖ καί τή βιώνει στή Θεία Λειτουργία - βρίσκει το ἀληθινό νόημα ἡ ζωή του. Αἰσθάνεται ὅτι ἡ πίστη του πρός τόν Χριστό εἶναι αὐτό πού τόν ἀναπαύει ἐσωτερικά, πού δίνει νόημα στήν ζωή του καί τόν καθοδηγεῖ. Ἡ πίστη του αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνα δυνατό φῶς πού τόν φωτίζει. Ὅταν αἰσθανθεῖ ἔτσι τήν χριστιανική πίστη μέσα του, ἔχει ἀρχίσει νά ζεῖ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τότε δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό γι’ αὐτόν.
Ἄλλη ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει στήν καρδιά του τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ νά μετανοήσει γιά τά σκοτεινά καί ἁμαρτωλά του ἔργα, νά ἐπιστρέψει στή χριστιανική ζωή, νά ἐξομολογηθεῖ, νά μπεῖ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ φωνή πού ἀκούει μέσα του εἶναι μία πρώτη ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τόσα χρόνια πού ζοῦσε μακριά ἀπό τόν Θεό, τίποτε δέν καταλάβαινε.
Ἀρχίζει νά μετανοεῖ· ἐξομολογεῖται γιά πρώτη φορά στή ζωή του στόν Πνευματικό. Μετά τήν ἐξομολόγηση αἰσθάνεται βαθειά εἰρήνη καί χαρά, κάτι πού ποτέ πρίν στήν ζωή του δέν εἶχε αἰσθανθεῖ. Καί τότε λέει: «Ἀνακουφίστηκα». Αὐτή ἡ ἀνακούφιση εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος σέ μία ψυχή πού μετανόησε, καί ὁ Θεός θέλει νά τήν παρηγορήσει.
Τά δάκρυα τοῦ χριστιανοῦ πού μετανοεῖ, ὅταν προσεύχεται καί ζητᾶ συγχώρηση ἀπό τόν Θεό ἤ ὅταν ἐξομολογεῖται, εἶναι δάκρυα μετανοίας. Αὐτά τά δάκρυα εἶναι πολύ ἀνακουφιστικά. Φέρνουν πολλή εἰρήνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι αὐτά εἶναι δῶρο καί ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος.
Ὅσο βαθύτερα μετανοεῖ καί ἔρχεται σέ περισσότερη ἀγάπη πρός τόν Θεό καί προσεύχεται μέ ἕνα θεϊκό ἔρωτα, τόσο ἐκεῖνα τά δάκρυα τῆς μετανοίας γίνονται δάκρυα χαρᾶς, δάκρυα ἀγάπης καί θείου ἔρωτος. Αὐτά τά δάκρυα, πού εἶναι ἀνώτερα ἀπό τά δάκρυα τῆς μετάνοιας, εἶναι μία ἀνώτερη ἐπίσκεψη καί ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλοτε πάλι, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ πνευματικοῦ μας, προσερχόμαστε νά κοινωνήσουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετανοημένοι, ἐξομολογημένοι, μέ νηστεία καί πνευματική προετοιμασία. Τότε μετά τή Θεία Κοινωνία αἰσθανόμαστε βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή μας, πνευματική χαρά. Εἶναι καί αὐτή μία ἐμπειρία καί ἐπίσκεψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλες φορές πάλι, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἤ τῆς θείας λατρείας ἤ τῆς Θείας Λειτουργίας, αἰσθανόμαστε ἀνεκλάλητη χαρά. Καί αὐτό εἶναι ἐπίσκεψη τῆς χάρης καί ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλες ἀνώτερες ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνώτερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτό τό Φῶς εἶδαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου στό Ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως. Εἶδαν τόν Χριστό νά λάμπει Ὅλος σάν τόν ἥλιο μέ ἕνα οὐράνιο καί θεῖο φῶς, τό ὁποῖο δέν ἦταν ὑλικό, κτιστό φῶς, ὅπως εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἤ τά ἄλλα κτιστά φῶτα. Ἦταν ἄκτιστο Φῶς, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Αὐτοί πού καθαρίζονται τελείως ἀπό τά πάθη τους κι ἀπό τήν ἁμαρτία και προσεύχονται μέ ἀληθινή καί καθαρά προσευχή, ἀξιώνονται αὐτῆς τῆς μεγάλης ἐμπειρίας, νά ἰδοῦν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτήν τή ζωή. Κι ὄχι μόνο τό βλέπουν ἀπό τώρα, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι τούς βλέπουν ἀπό τώρα μέσα σ’ αὐτό τό Φῶς. Διότι αὐτό τό Φῶς περιβάλλει τούς Ἁγίους. Ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε, ἀλλά οἱ καθαροί στήν καρδιά καί ἅγιοι τό βλέπουν. Τό φωτοστέφανο πού εἰκονίζεται γύρω ἀπό τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων εἶναι τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας, πού τούς ἔχει φωτίσει καί ἁγιάσει. Στό βίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου διαβάζουμε ὅτι τό Μέγα Βασίλειο, ὅταν προσευχόταν στό κελί του, τόν ἔβλεπαν νά λάμπει ὅλος ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο τόν περιαύγαζε. Καί σέ πολλούς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε τό ἴδιο. «Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἔζησαν ἀπό τήν ζωή αὐτήν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί συμμετεῖχαν στόν θρίαμβό Του ἐπάνω στό θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τό διάβολο.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ διηγεῖται γιά κάποιο μοναχό, (προφανῶς ἐννοεῖ τόν ἑαυτό του), ὅτι ἀγαποῦσε «τήν ἀγρυπνίαν τῆς νυκτός». Ὅταν ἀγρυπνοῦσε, καί μετά ἀπό μιά μικρή ἀνάπαυση, ξυπνοῦσε τό πρωΐ, τότε καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος, αἰσθανόταν ὡσάν νά μή ζοῦσε στόν κόσμο καί δέν εἶχε καθόλου γηίνους λογισμούς στήν καρδιά του, οὔτε εἶχε ἀνάγκη τῶν ὁρισμένων κανόνων ἀλλά ὅπως λέγει: «ἐν τῇ ἐκπλήξει γίνομαι ὅλην τήν ἡμέραν ἐκείνην». Στήν συνέχεια ἀναφέρεται σέ μιά καταπληκτική ἐμπειρία πού εἶχε κατά τήν διάρκεια τῆς «τῶν ἑσπερινῶν λειτουργίας». Ἐνῶ βρισκόταν στήν αὐλή τοῦ κελλίου του, καί ὁ ἥλιος ἦταν πολύς, καί ἄρχισε νά λέγει «μίαν δόξαν» τότε, ὅπως λέγει, «ἠσθήθην τῆς λειτουργίας μου, καί ἔκτοτε ἔμεινα, μή γινώσκων ὅποι τυγχάνω, καί ἤμην οὕτως, ἕως τοῦ ἀνατεῖλαι πάλιν τόν ἥλιον εἰς τήν ἐπιούσαν ἡμέραν, καί θερμάναι τό πρόσωπόν μου». Γράφει ὅτι, ὅταν ὁ ἥλιος κατέκαυσε τό πρόσωπό μου, «ἐστράφη ὁ νοῦς μου πρός ἐμέ, καί ἰδού εἶδον, ὅτι ἄλλη ἡμέρα ἐστί, καί ηὐχαρίστησα τῷ Θεῷ ὅτι πόσον ἡ χάρις αὐτοῦ ὑπερεκχεῖται ἐπί τόν ἄνθρωπον, καί εἰς ποίαν μεγαλοσύνην ἀξιοῖ τούς καταδιώκοντας αὐτόν». Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ κάνει λόγο γιά τήν «τῶν ἑσπερινῶν λειτουργίαν» πού γίνεται μέ ψαλμούς καί εὐχές καί γιά τήν ἁρπαγή του σέ μιά ἄλλη νοερά καί πνευματική λειτουργία. Ἔχοντας αὐτήν τήν πνευματική ἐμπειρία ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος πολλές φορές στά κείμενά του κάνει λόγο γιά τήν ἔνδυση τῆς στολῆς τῆς δόξης, δηλαδή τόν Ἴδιο τόν Χριστό, γιά τή βαθεία μέθη πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος καί στήν πραγματικότητα δέ ζεῖ στόν κόσμο αὐτό κλπ.
Στόν ἅγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο μποροῦμε νά συναντήσουμε πληθώρα λόγων του, στούς ὁποίους φαίνεται ὅτι βίωνε το ἄκτιστο Φῶς ἀπό τήν ζωή αὐτή, καί ὅλο του τό σῶμα ἔλαμπε ὅπως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τοῦ ὁποίου ἦταν μέλος καί ὅτι τό κελλί μετατρεπόταν σέ Παράδεισο. Στά ποιήματά του μέ τίτλο «θείων ἐρώτων ὕμνοι» περιγράφει πολλές καταστάσεις ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού ἀξιώθηκε νά ἔχει, στίς ὁποῖες φαίνεται ὅτι δεχόταν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί ὅλο του τό σῶμα λαμπρυνόταν, καθώς ἐπίσης ὅτι μέσα στήν καρδιά του καί σέ ὅλο του τό σῶμα αἰσθανόταν μιά ὁλόκληρη ζωή πού ὑπερέβαινε τόν θάνατον. Ὁ ἅγιος Συμεών ἔχει τήν βαθυτάτη αἴσθηση ὅτι ἡ ἐμπειρία πού ἀπολάμβανε ἦταν ἡ ἴδια ἐμπειρία πού εἶχαν ὁ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Εὐχαριστεῖ τόν Θεόν γιατί μέ τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός πού τοῦ ἔδωσε τόν κατέστησε «ἴσον τοῖς ἀποστόλοις σου (Του) καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Κατά τήν διάρκεια τῆς θεωρίας τοῦ φωτός λάμπει τό πρόσωπό του καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος του γίνονται φωτοφόρα. Ἔχοντας δέ τόν Θεό μέσα του ὁ ἅγιος Συμεών ἀποκτᾶ τό αἴσθημα τῆς ἀθανασίας, γι’ αὐτό διαβεβαιώνει:
«Ἐγώ δέ πάλιν, ὁ βροτός καί μικρός ἐν τῷ κόσμῳ,
ἐντός μου ὅλον καθορῶ τόν ποιητήν τοῦ κόσμου,
καί οἶδα, ὡς οὐ θνήξομαι ἔνδον ζωῆς τυγχάνων,
καί ὅλην ἔχω τήν ζωήν βλυστάνουσαν ἐντός μου•
ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἐστίν, ἐν οὐρανῷ δ’ ὑπάρχει,
ὧδε κἀκεῖ ὁρᾶταί μοι ἐπίσης ἀπαστράπτων».
Βέβαια πρέπει νά ποῦμε ὅτι καθένας πού βλέπει ἕνα φῶς, δέ σημαίνει ὅτι βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς. Ὁ διάβολος πλανᾶ τούς ἀνθρώπους καί τούς δείχνει ἄλλα φῶτα, δαιμονικά ἤ ψυχολογικά, γιά νά νομίσουν πώς εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς, ἐνῶ δέν εἶναι. Γι’ αὐτό κάθε χριστιανός πού βλέπει κάτι ἤ πού ἀκούει μιά φωνή ἤ πού ἔχει μιά ἐμπειρία, δέν πρέπει νά τή δέχεται ὡς ἐκ Θεοῦ, γιατί μπορεῖ νά πλανηθεῖ ἀπό τόν διάβολο. Ἀλλά πρέπει νά τήν ἐξομολογηθεῖ στόν Πνευματικό του, κι αὐτός θά τοῦ πεῖ ἄν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἄν εἶναι τῆς πλάνης καί τῶν δαιμόνων. Χρειάζεται πολλή προσοχή στό θέμα αὐτό.
Προϋποθέσεις γνήσιας ἐμπειρίας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ
Ἡ πρώτη προϋπόθεση εἶναι ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς μετάνοιας. Ἄν δέ μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί δέν καθαριζόμαστε ἀπό τά πάθη μας, δέ μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό. Ὅπως λέει ὁ Κύριός μας στούς μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Μακάριοι εἶναι αὐτοί πού εἶναι καθαροί στήν καρδιά, γιατί αὐτοί θά δοῦν τόν Θεό. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπό τά πάθη του, μετανοεῖ, ἐπιστρέφει στόν Θεό, τόσο καλύτερα μπορεῖ νά αἰσθάνεται καί νά βλέπει τόν Θεό.
Τό νά ἐπιδιώκουμε νά λάβουμε ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ μέ τεχνητούς τρόπους καί μεθόδους, ὅπως γίνεται στίς αἱρέσεις, στούς ἰνδουιστές, στή γιόγκα, εἶναι λάθος. Οἱ ἐμπειρίες αὐτές δέν εἶναι ἐκ Θεοῦ... Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν: «Δῶσε αἷμα καί λάβε πνεῦμα». Ἄν δηλαδή δέ δώσεις τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου μέ τή μετάνοια, τήν προσευχή , τή νηστεία, τήν ἄσκηση, δέ μπορεῖς νά λάβεις τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ ἀληθινές πνευματικές ἐμπειρίες δίνονται σ΄ ἐκείνους πού ἀπό ταπείνωση δέ ζητοῦν πνευματικές ἐμπειρίες, ἀλλά ζητοῦν ἀπό τόν Θεό μετάνοια καί σωτηρία. Σ’ αὐτούς πού εἶναι ταπεινοί καί λένε: «Θεέ μου ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔχω ἐμπειρίες, δέν εἶμαι ἄξιος νά λάβω χαρίσματα πνευματικά, δέν εἶμαι ἄξιος νά λάβω ἐπίσκεψη τῆς χάριτος σου καί θεῖες οὐράνιες παρηγοριές καί πνευματικές ἡδονές». Σ’ αὐτούς ὅμως πού μέ ὑπερηφάνεια ζητοῦν ἀπό τόν Θεό νά τούς δώσει ἐμπειρίες... θά τό ἐκμεταλλευθεῖ ὁ πειρασμός καί θά τούς δώσει πλανεμένες καί διαβολικές ἐμπειρίες, λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειάς τους. Ἄρα λοιπόν δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ ταπείνωση.
Τρίτος ὅρος γιά νά λάβουμε ἀληθινές πνευματικές ἐμπειρίες εἶναι νά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, δηλ. νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Διότι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ διάβολος θά μᾶς πλανήσει. Ὅταν ἀπομονώνεται τό πρόβατο ἀπό τήν ποίμνη, τό κατασπαράσσει ὁ λύκος. Μέσα στήν ποίμνη εἶναι ἡ ἀσφάλεια. Ὁ χριστιανός μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀσφαλής. Ἅμα βγεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἐκτεθειμένος στίς πλάνες τίς δικές του, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί τῶν δαιμόνων. Ἔχουμε παραδείγματα πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μή κάνοντας ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί στόν Πνευματικό τους ἔπεσαν σέ μεγάλες πλάνες. Νόμιζαν ὅτι βλέπουν τόν Θεό, ἐνῶ στήν πραγματικότητα οἱ ἐμπειρίες πού εἶχαν ἦταν δαιμονικές καί καταστρεπτικές γι’ αὐτούς.
Ἐπίσης βοηθᾶ πολύ τό νά ἔχουμε καθαρά και θερμή προσευχή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ Θεός δίνει τίς περισσό¬τερες πνευματικές ἐμπειρίες στόν ἄνθρωπο. Ὅσοι προσεύχονται μέ πόθο, μέ ζῆλο, μέ ὑπομονή, αὐτοί λαμβάνουν τά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐτοί ἔχουν τήν αἴσθηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχει μία προσευχή πού λέγομε στό Ἅγιον Ὄρος τό: «Κύριε Ἰησού Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Αὐτή ἡ προσευχή, πού χαρακτηρίζεται ὡς νοερά, καρδιακή καί ἀδιάλειπτος, ὅταν λέγεται μέ ταπείνωση, μέ πόθο καί μέ ἐπιμονή, φέρνει σιγά-σιγά μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τήν αἴσθηση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ».
Πιό πρακτικά καί ἀναλυτικότερα ἄς δοῦμε τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά ἔχουμε ἐνεργό μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα ὥστε νά ζοῦμε τή Θεία Λειτουργία, νά ἔχουμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι δῶρο Του καί θά μᾶς τό δώσει ὅταν Ἐκεῖνος κρίνει. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει νά εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι, δεκτικοί τοῦ δώρου Του.
Ἡ λήψη καί ἡ διατήρηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐπιτέλεση τῆς ἀληθινῆς λατρείας καί τή βίωση της. Τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει «πῶς πρέπει καί γιά ποιά πράγματα πρέπει νά προσευχόμαστε» . Αὐτό κράζει μυστικά μέσα μας «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ» . Ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα ζεῖ καί δρᾶ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί παρέχεται διά τῶν Μυστηρίων. Ἑπομένως τά ἴδια τά μυστήρια, ἡ ἴδια ἡ λατρεία καί μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία (τηρουμένων καί τῶν προϋποθέσεων πού θά ἀναφέρουμε παρακάτω) θά μᾶς ἱκανώσει (δώσει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀπαιτεῖται) γιά νά λατρέψουμε εὐάρεστα τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ἐμπειρία Αὐτοῦ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει».
Γιά μεθοδολογικούς καί πρακτικούς λόγους διακρίναμε σέ τρία μέρη τήν προσπάθεια πού καλούμαστε νά κάνουμε ὥστε νά βιώσουμε καλύτερα τό μυστήριο τῶν μυστηρίων: 1)Πρίν τή Θεία Λειτουργία 2)Στή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας καί 3)Μετά τήν Θεία Λειτουργία.
Ι. ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Ἀπαιτεῖται:
α) Κάθαρση ἀπό τά πάθη
β) Εἰρήνη μέ τόν ἐαυτό μας καί μέ ὅλους (τίποτε νά μήν κάνουμε μέ βιασύνη-ἄγχος=δαιμονική κυριαρχία πάνω μας)
γ) Ἀλληλοσυγχώρηση πρίν τήν συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία
δ) Εὐγνωμοσύνη γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ
ε) Ἀγάπη γιά ὅλους
Ἄς τά δοῦμε πιό ἀναλυτικά :
α) Κάθαρση ἀπό τά πάθη
Μέ τήν ἔναρξη τῆς Θείας Λειτουργίας προβάλλεται ὁ Σταυρός. Ἡ συσταύρωση μέ τόν Κύριο, δηλ. ἡ νέκρωση τῶν παθῶν μας εἶναι ὁ τρόπος γιά νά λατρέψουμε ἀληθινά τόν Θεό γιά νά μποῦμε στή Θεία Λειτουργία καί νά τήν ζήσουμε. Μόνο οἱ σταυρωμένοι ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο, δηλ. αὐτοί πού μετανοοῦν καί καθαίρονται μποροῦν νά εἰσέλθουν καί νά ζήσουν τήν «εὐλογημένη βασιλεία». Ὁ ἱερέας εὐλογεῖ καί μακαρίζει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Συγχρόνως κρατᾶ στά χέρια του τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί κάνει μ' αὐτό τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ πρώτη πράξη τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὁ Σταυρός, πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ δική μας ἄνοδος στό Σταυρό εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά λειτουργοῦμε εὐάρεστα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Μήν πεῖς, ὅτι ἡ πίστη μόνη στόν Κύριό Μας Ἰησοῦ Χριστό μπορεῖ νά μέ σώσει. Διότι εἶναι ἀδύνατο αὐτό, ἐάν δέν ἀποκτήσεις μέ τά ἔργα καί τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν... Ὅποιος πιστεύει στόν Κύριο φοβᾶται τήν κόλαση· ὅποιος φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη· ὅποιος ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει τά θλιβερά· ὅποιος ὑπομένει τά θλιβερά, θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα· ἡ δέ πρός τόν Θεόν ἐλπίδα, χωρίζει ἀπό κάθε γήινη προσπάθεια τόν νοῦ· ὅταν δέ ὁ νοῦς χωρισθεῖ ἀπό αὐτήν, τότε θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεόν ζεῖ ἀγγελικό βίο στή γῆ, νηστεύοντας καί ἀγρυπνώντας, ψάλλοντας καί προσευχόμενος καί ἔχοντας πάντα καλούς λογισμούς γιά κάθε ἄνθρωπο» .
Νά ἡ ἀγωνιστική πνευματική πορεία: πίστη φόβος τῆς κολά¬σεως περιορισμός τῶν παθῶν ὑπομονή τῶν θλιβερῶν ἐλπίδα στό Θεό ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό κάθε ὑλική προσκόλληση ἀγάπη στό Θεό λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Χωρίς καθαρότητα δέ μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» μᾶς λέγει ὁ Κύριος. Γι΄ αὐτό καί χρειάζεται κάθαρση πού ἀρχίζει μέ τή μετάνοια καί τήν τακτική ἐξομολόγηση. Τά πρῶτα λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅταν βγῆκε στήν δημόσια δράση Του ἦταν «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ. 4, 17). Πρέπει νά νεκρωθοῦμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο μέ:
α) τήν κακοπάθεια τήν ἑκούσια ἀλλά καί τήν ἀκούσια (πού πρέπει νά τήν ἀποδεχόμαστε μέ εὐχαριστία καί ὑπομονή),
β) τήν αὐτοτοποθέτησή μας στόν ἔσχατο τόπο κάθε φορά (κάτω ἀπό ὅλους καί ὅλα τά κτίσματα) καί
γ) τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἄν θέλουμε νά ἔχουμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ στήν Θεία Λειτουργία.
«Καί "ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτόν μετ' αὐτῶν λαβών τόν ἄρτον εὐλόγησε, καί κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς, αὐτῶν δέ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καί ἐπέγνωσαν αὐτόν, καί αὐτός ἄφαντος ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν". Στήν κλάση τοῦ ἄρτου γνωρίζεται ὁ Κύριος καί ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν Κύριο "ἐν τῇ κλάσει τῇ ἡμετέρᾳ". Ἐάν τυχόν καί ἐμεῖς δέν πονέσουμε, ἐάν τυχόν καί ἐμεῖς δέν πεθάνουμε, δέ σταυρωθοῦμε, δέν πρόκειται νά γνωρίσουμε τόν Κύριο. Ὅπως καί Κεῖνος ἔπρεπε νά πάθει γιά νά μπεῖ στή δόξα Του, καί ἐμεῖς πρέπει νά πάθουμε, πρέπει νά ὑποφέρουμε». «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι. ὅς γάρ ἐάν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν: ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν» (Μτ. 16, 24-25).
Γιά νά ἀγωνιστοῦμε γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη ἀπαιτεῖται:
• Πίστη ἀληθινή, δηλ. ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί στίς ἐντολές Του.
ἡ ὁποία ζωντανή αὐτή πίστη ὁδηγεῖ στά:
• ἔργα, τά ἔργα τῆς μετανοίας, τῆς κάθαρσης ἀπό τά πάθη
Αὐτά τά ἔργα βεβαιώνουν ὅτι ἡ πίστη εἶναι ζωντανή. «Δέν εἶναι δυνατόν μέ κανέναν ἄλλο νά ἐπιτύχουμε τή σωτηρία, πού μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Διότι δέν ὑπάρχει κάτω ἀπό τόν οὐρανό καί πάνω στή γῆ, ἐκτός ἀπό τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, κανένα ἄλλο ὄνομα, τό ὁποῖο νά ἔχει δοθεῖ ἀπό τό Θεό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά σωθοῦμε» , μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή. Δέν ὑπάρχει ἄλλος Σωτήρας, ἄλλος Λυτρωτής. Πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε. Κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Γράφει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Φιλοκαλία, τομ. 4ος, σελ.94): «Ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση μέ τό Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ κυρίως ζωή» . Ὅποιος τό πιστεύει αὐτό τηρεῖ τίς ἐντολές, ὅλες τίς ἐντολές, κάνοντας ἕναν συνεχή καί ἔντονο πνευματικό ἀγῶνα (αὐτά εἶναι τά ἔργα τῆς πίστεως, τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στήν κάθαρση ἀπό τίς πνευματικές ἀρρώστιες) πού εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ζήσουμε τή Θεία Λειτουργία. Τά ἔργα αὐτά τῆς πίστεως συνοψίζονται σέ δύο κύρια καί περιεκτικά πνευματικά ἀθλήματα: α) Στήν κακοπάθεια καί β) στήν ταπείνωση. Γιά νά μπορέσουμε νά ἀγωνιστοῦμε σωστά ἐξασκώντας τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση ὥστε νά φθάσουμε στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη
ἁρμόζει νά ἐπισημάνουμε τά ἑξῆς:
1) Πρέπει νά ἀγαπήσουμε τήν κακοπάθεια
τήν ἐκούσια (διακονία στόν πλησίον, γονυκλισίες, χαμαικοιτία, κ.λ.π.) καί
τήν ἀκούσια. Πρέπει δηλ. νά εχουμε ὑπομονή καί εὐχαριστία στίς ἀκούσιες κακοπάθειες ἤ δοκιμασίες πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός σάν εὐκαιρίες γιά κάθαρση (ἀσθένειες, θάνατοι, ἀκηδία, συκοφαντία, διωγμοί, οἰκονομικές καταστροφές κ.λ.π.)
«Ὥσπερ ἀδύνατον ὄφιν τήν ἑαυτοῦ παλαιότητα ἐκδύσασθαι, μή στενήν εἰσδύντα ὀπήν, οὕτω καί ἡμεῖς τάς παλαιάς προλήψεις, καί τήν τῆς ψυχῆς παλαιότητα, καί τόν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου χιτῶνα οὐ μή ἀποβάλωμεν, ἐάν μή τήν στενήν καί τεθλιμμένην τῆς νηστείας καί ἀτιμίας ὁδόν παρέλθωμεν». Νηστεία καί ἀτιμία συντελοῦν τά μέγιστα στήν προσπάθεια γιά νά ἀποβληθεῖ τό ἐκ τῆς κάτωθεν περιπλανήσεως ἀποκτηθέν εἰδεχθές προσωπεῖον ὥστε νά γιορτάσει ὁ ἄνθρωπος τήν προσωπική του ἀνάσταση ἀπό τά πάθη, νά γίνει ἡ κάθαρση τῆς καρδίας του.
2) Πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί νά ἐπιδιώξουμε τήν ταπείνωση. Αὐτήν τήν ἐπιτυγχάνουμε μέ :
τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας πάντα κάτω ἀπό ὅλους,(νά πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε ἀμαρτωλότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων γιά τήν ἄγνοιαν, κατώτεροι ὅλων τῶν δαιμόνων ἀφοῦ τούς ὑπακούουμε καί αἰσχρότεροι ὅλων τῶν κτισμάτων ἀφοῦ αὐτά εἶναι στό κατά φύσιν ἐνῶ ἐμεῖς στό παρά φύσιν, δηλ. στήν ἀμαρτία).
τό νά κάνουμε ὑπακοή. Δηλαδή νά κόψουμε τό θέλημα καί τό φρόνημά μας τό ὑπερήφανο στόν πνευματικό καί - ἐάν ὑπάρχει - στόν ἤ στήν σύζυγο ἀλλά καί σέ κάθε ἐν Χριστῶ ἀδελφῷ πλήν ἀμαρτίας.
τό νά ἀγαπήσουμε τόν σωματικό κόπο.Διότι ὁ σωματικός κόπος ταπεινώνει τό σῶμα καί συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή καί
τό νά ἐξασκοῦμε τήν ἀδιάλειτη εὐχή
ἐπίσης, πολύ βοηθητικά στό νά καθαριστοῦμε ἀπό τά πάθη εἶναι τά ἐξῆς :
3) Ἡ ἐργασία στό κελλί, στό ἐσωτερικό κελλί πού εἶναι ἡ καρδιά μας, εἶναι τό κλειδί τῆς ἐπιτυχίας. Ἀπαιτεῖται ἀποκοπή ἀπό ὅλους καί ὅλα ἔστω γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα τῆς ἡμέρας. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μέ τό στόμα καί μέ τό νοῦ. Μετά-νοια (μετάθεση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια στό Θεό).
Ἔλεγε ἕνας φωτισμένος ἁγιορείτης : «Ὁ Θεός μας θέλει καρδίαν καθαράν. Νά προσέχουμε μόνο στό Θεό. Ὁ Θεός δέν θέλει μέσα στήν καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αὐτός νά βασιλεύει. Ἄν μποροῦμε νά τό πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε καί εὔκολα τήν καρδιακή προσευχή... Οἱ περισσότεροι πού ἔρχονται στά Κατουνάκια, πές μας, λένε. Ε, νά σᾶς πῶ ὅτι, ἀφιερῶστε τοὐλάχιστον τό εἰκοσιτετράωρο μισή ὥρα. Ὅποια ὥρα, κατά τήν κοσμικιά δέκα, ἕντεκα πρό τοῦ μεσονυκτίου. Καί νά λέτε τήν εὐχούλα δίχως νά κρατᾶτε κομποσχοίνι στό χέρι σας. Ἱκετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα ‘’Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’’. Ἔτσι. Καλλιέργησέ το αὐτό καί θά δεῖς τί καρπό θά βγάλει. Ἀπό μισή ὥρα θά τό κάνεις κατόπιν μία ὥρα• καί πρόσεξε ὅτι ἐκείνην τήν ὥρα εἴτε τό τηλέφωνο θά σοῦ χτυπήσει ἤ αὐτήν τή δουλειά πρέπει νά τήν κάνω τώρα ἤ ὕπνος θά σέ χτυπήσει ἐκείνην τήν ὥρα. Τίποτες. Κλεῖστο τό τηλέφωνο, τελείωσε ὅλες τίς δουλειές σου καί κάνε αὐτό, μισή ὥρα, ὄχι περισσότερο. Καί θά δεῖς, αὐτό εἶναι, θά φυτέψεις ἕνα δεντράκι κι’ αὔριο - μεθαύριο θά κάνει καρπό. Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κι ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀπ' αὐτό ἄρχισαν. Μικρό δεντράκι κι ἔγιναν φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης».
Ἀπαιτεῖται ὅμως προσπάθεια καί κατά τήν διάρκεια ὅλης τῆς ἡμέρας πού συνίσταται στήν :
4) Ἐκκοπή τοῦ μετεωρισμοῦ στή διάρκεια ὅλου τοῦ 24ώρου.
«ΜΗ ΜΕΤΕΩΡΙΖΕΣΘΕ»
ΑΛΛΑ
«ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ»
Αὐτά ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. 5,17). Ἕνα σπίτι εἶναι εὐλογημένο ὅταν οἱ καθημερινές δουλειές γίνονται μέ προσευχή. Φαγητό μαγειρεμένο μέ ἀγάπη καί προσευχή εἶναι εὐλογία γιά ὅσους τό μοιράζονται. Ὅταν ντύνεσαι, μπορεῖς νά προσεύχεσαι: «Κύριε, ντύσε με μέ τή δικαιοσύνη σου». Ὅταν φεύγεις ἤ ἔρχεσαι στό σπίτι μπορεῖς νά λές: «Κύριε, εὐλόγησε τήν εἴσοδο καί τήν ἔξοδό μου». Παρόμοιες προσευχές μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε καί γιά κάθε ἄλλη ἐργασία. Συνηθίζεται ἐπίσης νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί νά προσευχόμαστε κάθε φορά πού ξεκινᾶμε γιά ταξίδι. Νά ἕνα ἀκόμα ἀπόσπασμα ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης: «Προσπάθησε νά εὐαρεστεῖς στόν Θεό σέ ὅλα καί πάντοτε καί νά σκέπτεσαι τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό διάβολο καί τήν υἱοθεσία της ἀπό τόν Θεό. Ὅταν σηκώνεσαι ἀπό τό κρεβάτι, κάνε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί λέγε: "Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος". Ἐπίσης: "Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς· καί, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου". Ὅταν πλένεσαι, εἴτε στό σπίτι σου εἴτε στά λουτρά, λέγε: "Ραντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι". Ὅταν ντύνεσαι, σκέψου τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό καθαρή καρδιά: "Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός". Ἄν ἔραψες καινούργια ροῦχα, ὅταν τά φορᾶς, σκέψου τήν πνευματική ἀνακαίνιση καί λέγε: "Πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου". Ὅταν βγάζεις τά παλιά ροῦχα καί τά παρατᾶς μέ περιφρόνηση, θυμήσου μέ μεγαλύτερη περιφρόνηση τήν παραίτηση τοῦ παλαιοῦ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἐμπαθοῦς, τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν γεύεσαι τή γλυκύτητα τοῦ ψωμιοῦ, θυμήσου τόν ἀληθινό Ἄρτο, ὁ ὁποῖος δίνει στήν ψυχή τήν αἰώνια ζωή, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά αἰσθάνεσαι πεῖνα γι᾽ αὐτόν τόν Ἄρτο —δηλαδή, νά ἐπιθυμεῖς νά κοινωνεῖς ἀπ᾽ Αὐτόν συχνότερα. Πίνοντας νερό, τσάϊ, γλυκό κρασί ἤ ἄλλο ποτό, θυμήσου τό ἀληθινό ποτό, τό ὁποῖο σβήνει τή δίψα τῆς ψυχῆς πού φλέγεται ἀπό τά πάθη— τό πανάχραντο καί ζωοποιό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος. Ὅταν ἀναπαύεσαι τήν ἡμέρα, θυμήσου τήν αἰώνια ἀνάπαυση, τήν ἑτοιμασμένη γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται καί παλεύουν κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τῶν ἀερίων πνευμάτων τοῦ κακοῦ, κατά τῆς ἀνθρωπίνης ἀδικίας ἤ τραχύτητας καί ἀμάθειας. Ὅταν ξαπλώνεις γιά νά κοιμηθεῖς τή νύχτα, σκέψου τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀργά ἤ γρήγορα ὁπωσδήποτε θά ἔρθει σέ ὅλους μας, καί τή σκοτεινή ἐκείνη, αἰώνια, φοβερή νύκτα, στήν ὁποία θά ριχθοῦν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί. Ὅταν ἀντικρύζεις τό φῶς τῆς ἡμέρας, σκέψου τήν ἀνέσπερη μέρα, τήν αἰώνια, τή λαμπρότατη —τή λαμπρότερη κι ἀπό τήν πιό λαμπρή γήινη μέρα— τήν ἡμέρα τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, κατά τήν ὁποία θά χαροῦν ὅλοι ὅσοι προσπάθησαν νά εὐαρεστήσουν στόν Θεό ἤ μετανόησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα ὅσα ἔκαναν κατά τή διάρκεια τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς. Ὅταν πηγαίνεις κάπου, θυμήσου τή δίκαιη πνευματική πορεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί λέγε: "Τά διαβήματά μου κατεύθυνον κατά τό λόγιόν Σου καί μή κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία". Ὅταν κάνεις κάτι, προσπάθησε νά τό κάνεις μέ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε τά πάντα μέ τήν ἄπειρη σοφία, χάρη καί παντοδυναμία Του καί σέ δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του. Ὅταν παίρνεις ἤ ἔχεις χρήματα ἤ θησαυρό, θυμήσου ὅτι ὁ ἀκένωτος θησαυρός μας, ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλοῦμε ὅλους τούς θησαυρούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας, ἡ ἀνεξάντλητη πηγή κάθε εὐλογίας, εἶναι ὁ Θεός. Εὐχαρίστησέ Τον μέ ὅλη τήν καρδιά σου, καί μήν κλείνεις τούς θησαυρούς σου μέσα σου, μήπως ἔτσι κλείσεις τήν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς σου στόν ἀνεκτίμητο καί ζωντανό θησαυρό, τόν Θεό· ἀλλά μοίρασε μέρος τῆς περιουσίας σου σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, στούς ἄπορους, στούς φτωχούς ἀδελφούς σου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μείνει σ᾽ αὐτήν τή ζωή γιά νά φανερώσεις σ᾽ αὐτούς τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη σου στόν Θεό, καί νά ἀμειφθεῖς γι᾽ αὐτό στήν αἰωνιότητα ἀπό τόν Θεό. Ὅταν βλέπεις τή λευκή λάμψη τοῦ ἀργύρου, μή δελεασθεῖς ἀπό αὐτήν ἀλλά σκέψου ὅτι ἡ ψυχή σου ὀφείλει νά εἶναι λευκή καί νά λάμπει μέ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπεις τή λάμψη τοῦ χρυσοῦ, μή σαγηνεύεσαι ἀπό αὐτήν ἀλλά θυμήσου ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νά καθαρίζεται μέ τή φωτιά ὅπως ὁ χρυσός, καί ὅτι ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νά σέ κάνει νά λάμπεις κι ἐσύ ὅπως ὁ ἥλιος, στήν αἰώνια, λαμπρή βασιλεία τοῦ Πατέρα Του. Θυμήσου ὅτι θά δεῖς τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Θεό, τήν Ἁγία Τριάδα, τήν Ὑπεραγία Παρθένο καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὅλες τίς ἐπουράνιες δυνάμεις καί τούς ἁγίους νά λάμπουν πλημμυρισμένοι ἀπό τό ἀνέκφραστο φῶς τό ὁποῖο ξεχύθηκε ἐπάνω τους».
Ὁ μετεωρισμός λυπεῖ τόν Θεό. Δέν γνωρίζουμε πότε θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός καί θά μᾶς δώσει αἴσθηση τῆς χάρης Του
Τό πότε θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός «αὐτό εἶναι ἡ κρίσις Του. Τό δικό μας εἶναι πάντοτε νά προσευχώμεθα. Ὅταν ὁ Θεός ἐπι¬σκέ¬πτεται τήν ψυχή μας, θέλει καί ἀπαιτεῖ νά τή βρίσκει σέ προσευχή. Νά μή βρίσκει τήν ψυχή μας καί τή διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αὐτό λυπεῖ τό Θεό. Λυπεῖ τό Θεό. Μποροῦμε νά 'χουμε ὅλη τήν ἡμέρα αὐτοσυγκέντρωση; Αὐτό θά μᾶς βοηθήσει... Ἡ νοερά προσευχή ὀλίγον κατ' ὀλίγον φέρνει τόν ἄνθρωπο εἰς τήν πρώτη χάρη τοῦ βαπτίσματος». «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους». Διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ παντοδυνάμου αὐτοῦ ὀνόματος, μαστίζονται οἱ δαίμονες κι’ ἔρχεται μιά μεγάλη παράκλησις μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί τότε, ἐάν ὁ ἄνθρωπος τό κάνει αὐτό, τοῦ δημιουργεῖται μία ἀγαθή ἕξις μέσα του, ὅπως λέν οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί τότε μόνη της ἡ εὐχή σύν τῷ χρόνῳ ἀπαγγέλλεται καρδιακῶς. Καί τότε ἔχουμε τήν «καρδιακή» προσευχή. Ἡ «καρδιακή» προσευχή, ἡ νοερά προσευχή, εἶναι αὐτή, πού ἐξαγιάζει τό νοῦ. Σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἐξαγιάσει τό νοῦ του. Διότι τόν ἄνθρωπο τόν χαρακτηρίζει ὁ κεχαριτωμένος νοῦς. «Ἐάν δέν ὑπάρχει κεχαριτωμένος νοῦς εἰς τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τά πάντα» .
Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ τήν καρδιά μας.
Ἐρωτήσαμε τόν Γέροντα π. Παΐσιο, γιατί δέν μποροῦμε νά αὐτοσυγκεντρωθοῦμε στήν προσευχή, ἀλλά μόλις ἀρχίσουμε νά προσευχόμαστε εἰσέρχονται στό νοῦ μας πολλά ἄλλα καί μᾶς παρασύρουν νά σκεπτόμαστε μᾶλλον αὐτά, παρά τά λόγια πού ἀπευθύνουμε πρός τόν Κύριο.
Σ' αὐτό, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέρων ὅτι, «Ὁ νοῦς εἶναι ὅπως τό μικρό παιδί. Τό παιδί ὅταν πάει κάπου νά παίξει καί τοῦ ἀρέσει, τότε ἐπιμένει νά πηγαίνει συνέχεια στό ἴδιο μέρος. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν καταπιανώμαστε μέ πολλά ἄλλα θέματα καί μέ μέριμνες βιοτικές, εἶναι φυσικό ὅτι ὁ νοῦς ἐκεῖ συνεχῶς ἀρέσκεται νά τρέχει». Μᾶς ἔλεγε ὁ γέρων Παΐσιος: «ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μαθαίνει νά ἐξαρτᾶ τόν ἑαυτό του ἀπό τήν Θεία Πρόνοια. Ἔτσι ἡ Θεία Πρόνοια κάνει ὅπως ἡ μητέρα, πού δέν εἶναι δυνατόν νά παραγνωρίσει ὅτι ἔχει ἕνα μικρό βρέφος μέσα στήν κούνια του, τό ὁποῖο καί ἐξαρτᾶ τόν ἑαυτό του τελείως ἀπό αὐτήν, καί ἄν καμμιά φορά ἀργήσει νά τό ἐπισκεφθεῖ καί νά καταπιασθεῖ μαζί του, αὐτό ἀρχίζει νά κλαίει γοερά καί συνταρακτικά, μέχρι νά τῆς σπάσει τ' αὐτιά, καί νά τήν ἐξαναγκάσει νά τρέξει πρός αὐτό. Ἔτσι πρέπει νά γίνουμε κι ἐμεῖς μέ τόν Θεό καί πατέρα μας».
Ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται ἄσχετο, στήν πραγματικότητα ἡ καρδιά ξεκουράζει τόν κουρασμένο νοῦ, μόλις αὐτός τήν ἐντοπίσει ποῦ εἶναι καί κτυπᾶ καί ὅταν ἐκεῖ λέγει τίς προσευχές, τότε καί ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς δέ θεωρεῖται ἔργο κοπιῶδες ἀλλά εὐχάριστο, γιατί ἡ καρδιά εἶναι ἡ οἰκία τοῦ νοῦ καί ὁ τόπος ἀναπαύσεώς του.
Μποροῦμε δέ νά προσέξουμε ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ νοῦς μπορεῖ νά κινεῖται μέσα στήν καρδιά κι αὐτή τόν αἰσθάνεται. Ἡ δέ ψυχή μέσα στήν καρδιά ὡς κέντρον αὐτῆς μόλις προσέξει τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ ἀπό τόν κόσμον τῆς περιπλανήσεώς του, ἀμέσως εἰρηνεύει καί χαίρεται ὅπως μιά γυναῖκα παντρεμένη πού κάποτε βλέπει τόν σύζυγο της νά ξενογυρνάει νά ἐπιστρέφει καί νά κατοικεῖ στό οἰκογενειακό του σπίτι.
Ὁ νοῦς εἶναι ὁ ἄνδρας, ἡ ψυχή ἡ γυναίκα. Ὁ σωστός ὁ νοῦς μοιάζει μέ τόν καλό σύζυγο καί οἰκογενειάρχη. Μένει στήν καρδιά καί κοιτάζει τήν ψυχή του καί τή φροντίζει καί εἶναι οἱ δύο ἀνδρόγυνο ἀγαπημένο, καί εἶναι οἱ δύο σάρκα μία, καί προσεύχονται μαζί νοῦς καί ψυχή καί ὅπου ὑπάρχουν δύο συνηγμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅ,τι ζητήσουν ἀπό τόν Χριστό πού εἶναι μεταξύ τους τό ἀποκτοῦν. Αὐτά τά μέτρα γράφουν οἱ πατέρες καί συμβουλεύουν καί οἱ σύγχρονοι Ἁγιορεῖτες καλλιεργητές τῆς νοερᾶς προσευχῆς πρέπει νά φθάσουμε οἱ χριστιανοί γιά νά γίνουμε σάρκα μία καί ἕνα μέ τόν Κύριον. Ἐδῶ ἔχει ἐφαρμογή τό ρητό πού λέει ὅτι ὅπου εἶναι δύο προσευχόμενοι στό ὄνομα μου, ἐκεῖ εἶμαι κι ἐγώ μεταξύ τους καί ὅ,τι ζητήσουν τούς τό δίνει ὁ πατέρας μου. Ὅταν δηλαδή ὁ νοῦς καταπιάνεται μέ τήν ψυχή καί ὄχι μέ τόν κόσμο καί τήν ὕλη, τότε εἰσακούονται οἱ προσευχές μας, λένε οἱ πατέρες στά συγγράμματα τους, καθώς καί οἱ νεώτεροι οἱ Ἁγιορεῖτες καλλιεργητές τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ἐρώτησε κάποιος τόν π.Παΐσιο: «- Γέροντα, μένει ψυχρή ἡ καρδιά μου στήν προσευχή.
- Εἶναι γιατί ὁ νοῦς δέ δίνει τηλεγράφημα στήν καρδιά. Ὕστερα στήν προσευχή χρειάζεται νά ἐργασθεῖ κανείς δέν μπορεῖ ἀπό τήν μιά στιγμή στήν ἄλλη νά φθάσει σέ κατάσταση, ὥστε νά μή φεύγει καθόλου ὁ νοῦς του. Θέλει ὑπομονή. Βλέπεις, ἄλλος χτυπάει τήν πόρτα, ξαναχτυπάει, περιμένει, καί μετά ἀνοίγει ἡ πόρτα. Ἐσύ θές νά χτυπήσεις μιά καί νά μπεῖς μέσα. Δέν γίνεται ἔτσι.
Στήν προσευχή χρειάζεται ἐπιμονή. «Καί παρεβιάσαντο αὐτόν» (Λουκ. 24, 25), λέει τό Εὐαγγέλιο γιά τούς δύο Μαθητές πού συνάντη¬σαν τόν Χριστό στόν δρόμο πρός Ἐμμαούς. Ἔμεινε ὁ Χριστός μαζί τους, γιατί εἶχαν μιά συγγένεια μέ τόν Χριστό καί τό δικαιοῦνταν. Εἶχαν ταπείνωση, ἁπλότητα, καλοσύνη, θάρρος μέ τήν καλή ἔννοια, ὅλες τίς προϋποθέσεις, γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἔμεινε μαζί τους». Ἔλεγε πάλι ὁ π. Παΐσιος: «Ὅταν τά μικρά παιδάκια περνοῦν μέ τούς γονεῖς τους ἔξω ἀπό κάποια βιτρίνα καί θέλουν κάτι πού τούς ἀρέσει, τότε κρατοῦν τήν μητέρα τους ἀπό τό φουστάνι καί τήν τραβᾶνε καί κλαῖνε καί κτυπιοῦνται μέχρι νά τήν ἐξαναγκάσουν νά τούς τό ἀγοράσει. Ἔτσι καί ἐμεῖς μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή παραμένουμε στήν προσευχή μέχρι νά μᾶς ἀκούσῃ ὁ Θεός. Ἔτσι καί ἐσεῖς, κατά τό Εὐαγγέλιο, πού λέει νά ἐπιμένετε στήν προσευχή καί νά μήν ἀποκάμνετε, πρέπει νά προσεύχεσθε συνεχῶς καί ἀσταμάτητα μέχρι νά κερδίσετε αὐτό πού θέλετε, ἐνῶ ταυτοχρόνως μαθαίνετε νά προσεύχεσθε καί νά ἐπικοινωνεῖτε μέ τόν Θεόν. Ἀπό τήν ἐπίμονη προσευχή ἔχουμε ὀφέλη, γιατί μᾶς παραχωρεῖ ὁ Θεός αὐτό πού ζητοῦμε, ἐνῶ ταυτοχρόνως μαθαίνουμε νά προσευχόμαστε. Γι' αὐτό ἄς μήν ἀπελπιζόμαστε, ὅταν ὁ Θεός ἀργεῖ νά μᾶς εἰσακούσει. Πολλά καλά πηγάζουν ἀπό τήν ἀργοπορία αὐτή» .
5) Ἀγάπη γιά τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει νά γίνουμε φιλακόλουθοι, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ἡ προσπάθεια ἀρχίζει ἀπό τό σπίτι μέ τό κλείσιμο τῆς τηλεόρασης.
«Γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε ἀληθινά γιά νά χαροῦμε τή ζωή μας πρέπει νά εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τήν ὄντως Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός. Πρέπει νά γίνουμε ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Θά τό πετύχουμε δέ αὐτό ὅταν συμμετέχουμε καί συχνά εἴμεθα παρόντες στίς ἐκδηλώσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη ἐκδήλωση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό κτύπημα τῆς καμπάνας. Ὅταν συμμετέχουμε στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὁπωσδήποτε θά γίνουμε φιλακόλουθοι. Τότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε καί στό σπίτι μας, πού εἶναι κατ' οἶκον Ἐκκλησία, τήν προσευχή. Νά ζήσουμε τήν κοινή προσευχή. Σήμερα, ὑπάρχει μία μυστική ρήξη, ἕνας μυστικός χωρισμός στήν οἰκογένεια. Τό πρῶτο πού φταίει εἶναι ἡ τηλεόραση. Ἀνοίγουμε τήν τηλεόραση καί ξεχνᾶμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα κουμπί πού τήν ἀνοίγει, ἀλλά ὑπάρχει κι ἕνα πού τήν κλείνει. Τήν ἀνοίγουμε καί καθόμαστε ἐκεῖ σιωπηρῶς καί βλέπουμε ἐπί ὧρες. Σάν ἀποτέλεσμα ἔλειψε ἀκόμη καί αὐτή ἡ κοινωνική κοινωνία, ἡ κοινωνική διαπροσωπική κοινωνία μέ τά παιδιά μας. Πολύ περισσότερο ἔλειψε ἡ πνευματική κοινωνία. Τό μέσο γιά νά ἑνωθεῖ ἡ οἰκογένεια μ' ἕναν ἄρρηκτο δεσμό, ἀλλά καί γιά νά ζοῦμε μέσα στή μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ ἑνωμένοι πραγματικά μεταξύ μας ἔχοντας μέθεξη Θεοῦ, εἶναι ἡ συμπροσευχή. Γι` αὐτό πρέπει ἡ οἰκογένεια νά μάθει νά κανει τό ἀπόδειπνο. Τί ὡραῖο πρᾶγμα! Νά μάθουμε τά παιδιά μας ἀπό μικρά νά προσεύχονται καί νά συμπροσεύχονται, νά μάθουμε τό θυμίαμα. Νά μάθουμε νά συμπροσευχόμεθα καί τό πρωί» . Τότε ἡ οἰκογένεια λειτουργεῖ σάν κατ’ οἶκον Ἐκκλησία, σάν προπονητήριο γιά τούς ἀγῶνες πού εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Τότε εἴμαστε δεκτικοί τῶν χαρισμάτων καί ἀνοικτοί στά οὐράνια μυνήματα πού δίδονται στή διάρκεια τῆς κοινῆς Λατρείας. Σάν τόν ἀθλητή πού ἔχει πολύ καλή φυσική κατάσταση καί ἔχει πολύ καλά προπονηθεῖ, εἰσερχόμεθα καί ἐμεῖς στό πνευματικό στάδιο (στή Θεία Λειτουργία) γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό.
6) Μερικά πρακτικά ἐν ὄψει τῆς συμμετοχῆς μας στή Θεία Λειτουργία.
Πολύ ἐλαφρύ φαγητό καί λίγο νερό νωρίς τό βράδυ ἐν ὄψει τῆς Θείας Λειτουργίας καί Θείας Κοινωνίας τῆς Κυριακῆς.
Ὄχι ἔξοδοι καί φαγοπότια, ἰδίως τό Σαββατόβραδο. (Τό πόσο ἀλλοτριωμένοι εἴμαστε σάν χριστιανοί φαίνεται ἀπό τό πότε κάνουμε τό μυστήριο τοῦ γάμου, πότε κάνουμε τά γενέθλια τοῦ παιδοῦ μας ἤ καλοῦμε τούς φίλους μας : Συνήθως τό Σάββατο βράδυ, ἐνῶ ὑποτίθεται ὅτι ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Θεία Κοινωνία τῆς Κυριακῆς.
Πολύ βοηθᾶ ἡ παρακολούθηση τοῦ ἐσπερινοῦ τό Σάββατο τό ἀπόγευμα ἤ ἄν εἶναι καθημερινή τῆς ἑορτῆς πού πρόκειται νά ἑορτάσουμε.
Ἑτοιμασία τοῦ ζυμωτοῦ προσφόρου, τοῦ νάματος καί τῶν ὀνομάτων γιά μνημόνευση, μέ σιωπή, εὐλάβεια καί προσευχή.
Τό βράδυ ζητᾶμε συγγνώμη ἀπό ὅλους μετά τό ἀπόδειπνο πού καλό εἶναι νά γίνεται ἀπό ὅλη τήν οἰκογένεια μαζί. Τά παιδιά φιλᾶνε τό χέρι τῶν γονέων καί παππούδων και ἔτσι κοιμῶνται.
Καθαριότητα καί σωματική ἐν ὄψει τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.
Πολλή προσευχή μέ τό κομβοσχοίνι τό βράδυ πρίν τή Θεία Λειτουργία καί σχετική μελέτη λειτουργικοῦ βιβλίου.
Μελέτη τοῦ εὐαγγελικοῦ καί τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς ἐπόμενης ἡμέρας.
Μελέτη τῆς ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως ἄν πρόκειται νά κοινωνήσουμε.
Εἰδικά γιά τό τελευταῖο, δηλ. γιά τήν ἑτοιμασία ἐν ὄψει τῆς Θείας Κοινωνίας πρέπει ἡ καρδιά μας νά συντριβεῖ, νά ζητήσουμε συγχώρηση γιά τίς ἁμαρτίες μας ἀπό τόν Θεό (ἐννοεῖται βέβαια, ὅτι ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ καί ἔχουμε πάρει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μας γιά νά κοινωνήσουμε) καί μέ τήν καρδιά μας νά ζητήσουμε τή μεγάλη δωρεά ἀπό τόν Κύριο. Ἔλεγε ἕνας ἐξαγιασμένος γέροντας: «Ἡ καλυτέρα προσευχή εἶναι ὅ,τι ἐσύ ἐπινοεῖς ἐκείνην τήν ὥρα. Δέν εἶναι μόνον,... θέλω νά διαβάσουμε Μετάληψη νά μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αὔριο. Α, «ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας...»• διαβάζουμε, οὔτε καταλαμβάνουμε τί λέμε. Ἐσύ ὁ ἴδιος νά βρεῖς προσευχή, ἐσύ ὁ ἴδιος• ὁπότε καταλαμβάνεις τί λές εἰς τόν Θεό. Αὐτό ἔχει μεγάλη δύναμη, ... μεγάλη δύναμη! Ε, ἄς ὑποθέσουμε ὅτι αὔριο θά μεταλάβουμε. Θά μεταλάβουμε. Θά 'ρθει οὐσιωδῶς ὁ Παράκλητος ν' ἁγιάσει τά Δῶρα• πῶς θά Τόν ὑποδεχθεῖς; «Στό ἔλεός Σου, στήν εὐσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Ἔχει δύναμη διότι τό λές καί τό καταλαμβάνεις, ἀπό μέσα ἀπ' τήν ψυχή σου βγαίνει αὐτή ἡ εὐχή... Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, ἀλλοῦ τρέχει ὁ νοῦς, ἀλλά αὐτό πού βγαίνει ἀπό μέσα σου, τό καταλαμβάνεις τί λές».
7) Ἡσυχαστική ζωή κατά τό δυνατόν
Εἶναι ἀπαραίτητο νά κόψουμε τίς περιττές δραστηριότητες καί νά δοῦμε μέσα μας. Νά ἔλθουμε «εἰς ἑαυτόν» γιά νά μπορέσουμε νά μετανοήσουμε καί νά προσευχηθοῦμε σωστά.
«Ἡσυχία ἀρχή καθάρσεως» λέει ὁ Μ. Βασίλειος. Ἡσυχάζοντας ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά δοῦμε μέσα μας καί νά γνωρίσουμε τήν κατάστασή μας τήν πνευματική. Τότε θά μπορέσουμε νά δοῦμε τά πάθη πού μᾶς κυριεύουν καί αὐτό εἶναι τό πρῶτο βῆμα γιά νά θεραπευθοῦμε. Νά τί συμβουλεύει σύγχρονος ἁγιορείτης γέροντας: «Πρέπει ὅλοι μας, μικροί καί μεγάλοι, νά δημιουργήσουμε ὧρες, πού νά βλέπουμε τόν ἑαυτό μας. Διότι... αὐτή ἡ ἔνταση λόγῳ τῶν κοινωνικῶν, τῶν οἰκογενειακῶν, τῶν ἐπαγγελματικῶν μεριμνῶν μας δημιουργεῖ μία δυσκολία, μία βαρύτητα, γι` αὐτό πρέπει νά βρίσκουμε μερικούς τρόπους καί μερικές μεθόδους νά φεύγουμε ἀπό τόν κόσμο. Ἕνας τρόπος εἶναι νά ἐπισκεπτόμαστε τά μοναστήρια. Ὅσο μπορεῖτε, νά συνδέεστε μέ τό μοναστήρι. Καί ἰδιαίτερα μέ τό Ἅγιον Ὄρος, πού εἴμαστε μάρτυρες πόσοι ἄνθρωποι ὑφίστανται ἀποτελεσματικές ἀλλοιώσεις ἑκατόν ὀγδόντα μοιρῶν, διότι ἔρχονται σ' αὐτόν τόν εὐλογημένο καί χαριτωμένο τόπο. Ἕνας ἄλλος πιό πρακτικός τρόπος καί πιό εὔκολος εἶναι νά σχετιζόμαστε μέ τά ἐξωκλήσια. Τά ἐξωκλήσια τά ἔκτισαν οἱ παλαιοί, διότι πρῶτα οἱ παλιοί ὀρθόδοξοι εἴχανε πάντοτε ἡσυχαστικές διαθέσεις. Διότι, βλέπετε, οἱ Πατέρες εἶπαν ὅτι δέ διαφέρει ὁ μοναχικός ἀπό τόν ἔγγαμο βίο, ἐκτός ἀπό τό γάμο. Τά ἄλλα ὅλα πρέπει μέ τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τήν ἴδια μέθοδο νά ἀγωνιζόμαστε Γι` αὐτό καί τά ἐξωκλήσια τά ἔκτιζαν, γιά νά πηγαίνουν ἐκεῖ νά προσεύχονται, ν' ἀνάβουν τά καντήλια, νά κάνουνε ἡσυχαστικές λειτουργίες. Γι` αὐτό τά ἔκτισαν. Γι` αὐτό μία μέθοδος καί ἕνας τρόπος, πού ὁδηγεῖ στή σωστή ὁδό καί στό σωστό ἀποτέλεσμα, εἶναι νά ἐπισκεπτόμαστε τά ἐξωκλήσια. Αὐτό θά μᾶς βοηθήσει νά ἑνοποιηθοῦμε μέ τόν ἑαυτό μας». Χωρίς ἡσυχία δέν μπορεῖ κανείς νά «ἐπισκεφθεῖ ἑαυτόν» καί νά «βάλει διάγνωση». Δέν μπορεῖ νά ἔλθει «εἰς ἑαυτόν» νά καταλάβει τήν ἀσωτία του καί νά ἐπιστρέψει στόν πατρικό οἶκο. Χωρίς ἡσυχία δέν μπορεῖ κανείς νά προσευχηθεῖ. Πρέπει λοιπόν νά ὀργανωθεῖ ἔτσι ἡ ζωή μας ὥστε νά ἀποφεύγονται οἱ ἄσκοπες καί περιττές ἐνασχολήσεις, συναντήσεις καί συζητήσεις. Ἔτσι θά ὑπάρχει χρόνος ἀλλά καί ψυχική διάθεση-δύναμη γιά προσευχή, αὐτοεπίσκεψη, μετάνοια καί θεοκοινωνία (ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στήν ἄκτιστη θεοποιό θεία χάρη).
8) Χωρισμός ἀπό τόν «κόσμο», δηλ. τό κοσμικό φρόνημα (=ἀγάπη γιά τόν πλοῦτο, τίς σαρκικές ἡδονες καί τή μάταιη δόξα) : Γιά νά ζήσουμε τή Θεία Λειτουργία, γιά νά λατρεύσουμε ἀληθινά καί εὐάρεστα τό Θεό πρέπει νά χωριστοῦμε ἀπό τόν «κόσμο», ὄχι μόνο μέ τό σῶμα ἀλλά καί μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά. Οἱ πιστοί ὅταν ἀρχίζουν νά πορεύονται πρός τόν ναό, γράφει ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν, «ἀφήνουνε ἀληθινά τή ζωή τους σέ αὐτόν τόν παρόντα καί συγκεκριμένο κόσμο, καί... ἤδη συντελεῖται μιά πράξη μυστηριακή... Γιατί τώρα βρίσκουνε τό δρόμο τοῦ ἀπαρτισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀκριβέστερα τῆς μεταμόρφωσής τους σέ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ἢτανε ἄτομα, ἄλλοι λευκοί, ἄλλοι μαῦροι, ἄλλοι φτωχοί, ἄλλοι πλούσιοι, ἤτανε ὁ «φυσικός» κόσμος, μιά φυσική κοινότητα. Καί τώρα κληθήκανε νά «συνέλθουν ἐπί τῷ αὐτῷ», νά κομίσουνε τίς ζωές τους, ... καί νά γίνουνε κάτι περισσότερο ἀπό αὐτό πού ἤτανε: μιά νέα κοινότητα, μιά νέα ζωή....Ἡ λειτουργία ἀρχίζει, λοιπόν σάν ἕνας πραγματικός χωρισμός ἀπό τόν κόσμο... ὁ Χριστός εἶναι «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»...ὕστερα ἀπό τήν ἀνάστασή Του, δέν ἀποτελοῦσε πιά «μέρος» τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τῆς πραγματικότητας τοῦ κόσμου, .... Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί καταλαβαίνανε πώς γιά νά γίνουνε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔπρεπε νά ἀνεβοῦνε στόν οὐρανό ὅπου εἶχε ἀνεβῆ ὁ Χριστός.... καί ὅταν ὕστερα ἀπό τή λειτουργία τοῦ «ἀνεβάσματος» γυρίζανε πίσω στόν κόσμο, τά ἴδια τους τά πρόσωπα ἀντανακλούσανε τό φῶς, τή «χαρά καί εἰρήνη» τῆς Βασιλείας καί ἤτανε στά ἀλήθεια μάρτυρές της....Καί ὅταν τούς ρωτούσανε: «Ἀπό ποῦ λάμπει αὐτό τό φῶς; ποῦ βρίσκεται ἡ πηγή αὐτῆς τῆς δύναμης;» γνωρίζανε τήν ἀπόκριση καί κατά ποῦ νά ὁδηγήσουνε τούς ἀνθρώπους» . Τό κοσμικό φρόνημα εἶναι ἐχθρικό πρός τόν Θεό. «Ὅποιος θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ» λέγει ξεκάθαρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.
Ἄς δοῦμε τώρα καί τά ὑπόλοιπα στοιχεῖα, πού εἶναι βοηθητικά προκειμένου νά συμμετάσχουμε στή Θεία Λειτουργία:
β) Εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ ὅλους
(Τίποτε μήν κάνετε μέ βιασύνη-ἄγχος=δαιμονική κυριαρχία πάνω μας). Νά τά κάνουμε ὅλα ἤρεμα, χωρίς ἄγχος. Νά κρατᾶμε πάντα τήν ἐσωτερική μας εἰρήνη ἀποφεύγοντας κάθε τι πού μπορεῖ νά τήν ταράξει. Κυρίως καί ὁλοκληρωτικά ἀτάραχος εἶναι ὁ ταπεινός. «Κι ἄν κολληθῇ ὁ οὐρανός στή γῆ, ὁ ταπεινόφρων οὐ θροεῖται» μᾶς διδάσκει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἑπομένως ἐάν ταραζόμαστε σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε ταπεινοφροσύνη.
γ) Αλληλοσυγχώρηση πρίν τήσυμμετοχή στή Θεία Λειτουργία
Ἡ ἀληθινή λατρεία ἀπαιτεῖ τήν ἀληθινή κοινωνία καί ἑνότητα μεταξύ μας. Ἀναγκαία προϋπόθεση γιά νά εἶναι θεάρεστη ἡ λατρεία, γιά νά ζήσουμε τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ἡ καταλλαγή καί ἡ ἀγάπη μέ τόν πλησίον. Ἔστω καί μέ ἕναν ἄνθρωπο στόν κόσμο νά ἔχουμε ἐχθρότητα καί μῖσος δέν μποροῦμε νά προσέλθουμε στό μυστήριο. Πρέπει ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά μας νά εἶναι μία γιά νά νά δοξολογήσουμε τό «πάντιμο καί μεγαλοπρεπές ὄνομα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Στίς κοσμικές ὑποθέσεις, ἄνθρωποι πού ζοῦνε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τή θεία Λειτουργία συμφωνοῦν πολλές φορές ἐξωτερικά σέ κάτι καί φαίνεται ὅτι τό ζητοῦν μέ ἕνα στόμα. Ἀλλά ὄχι μέ μιά καρδιά. Οἱ βαθύτεροι σκοποί καί λογισμοί εἶναι διαφορετικοί στόν καθένα. Ἀντίθετα στήν Ἐκκλησία προηγεῖται ἡ ἐσωτερική ἑνότητα καί συμφωνία. Ὅλοι συνδεόμαστε μέ τόν Κύριο ὀργανικά. Γινόμαστε ἕνα στόμα, μιά καρδιά. «Σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες». Ἡ ἑνότητα αὐτή τῆς ἀγάπης εἶναι «δώρημα τέλειον ἄνωθεν καταβαῖνον». Στούς πρώτους χριστιανούς αὐτή ὑπῆρχε σέ τέλειο βαθμό διότι ὑπῆρχε ζωντανή εὐχαριστιακή κοινότητα. Σ' αὐτούς ἤτανε ὅλα κοινά. Αὐτή ἡ ἀληθινή πνευματική ἀγάπη κάνει τό πλῆθος τῶν πιστῶν νά εἶναι «ὅπως οἱ χορδές τῆς λύρας. Εἶναι μέν πολλές ἀλλά, συγκλίνοντας σέ μιά συμφωνία, ψάλλουν τραγούδι χαροποιό» . Ἀπαραίτητη γιά τή διατήρηση τῆς ἑνότητας ἡ ἀλληλοσυγχώρηση. «Ἄν πηγαίνοντας τό δῶρο σου στό Θεό, θυμηθεῖς ὅτι ὁ πλησίον σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου» λέει ὁ Κύριος (ὄχι ὅτι ἐσύ ἔχεις κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου - πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτο γιά χριστιανό), «τότε ἄφησε τό δῶρο σου καί πήγαινε νά διαλλαγεῖς μέ τόν ἀδελφό σου» · πήγαινε νά συγχωρηθεῖς γιά νά μπορέσεις καί νά «συν-χωρήσεις», νά συμπορευτεῖς δηλ μαζί του στήν Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν διαμάχες καί χωρισμοί καί ἐχθρότητες καί ζήλειες καί κακίες. Τότε (ἄν ὑπάρχουν ἔχθρες μεταξύ μας) δέν εἴμαστε κομμάτια τοῦ Σώματός Του ἀλλά καρκινώματα ἀπορριπτέα. Τότε εἴμαστε ἀνάξιοι καί ἀνίκανοι καί ἀπρόσδεκτοι ἀπό τόν οὐράνιο Νυμφίο διότι πληγώσαμε τήν ἀγάπη πού εἶναι ὁ Ἴδιος.
«Σ' ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ..., ἰδιόρρυθμο ἤτανε. Εἶπε ὁ παπᾶς στόν ἀγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μοῦ φέρνεις καί μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω το χειμώνα;
-Θά σοῦ φέρω, παπᾶ-Ἐφραίμ.
Ἔφερε.
-Φέρ' τα ἀπό 'δῶ.
-Ὄχι ἀπό 'κεῖ, τό ζῶο φοβᾶται, Γέροντα.
-Φερ' τα ἀπό 'δῶ, ντέ.
Μαλώσανε.
-Ἀσυγχώρητος.
- Κι ἐσύ ἀκοινώνητος.
Ἔφυγε ὁ ἀγωγιάτης πῆγε ἀπάνω στό βουνό. Ὁ παπᾶς τώρα τί πρέπει νά κάνει; Μπορεῖ νά λειτουργήσει, νά φέρει σέ ἀδιαφορία, ὅτι ἐγώ εἶχα δίκιο; Ὄχι. Μπορεῖ νά λειτουργήσει; Ὄχι. Τί νά κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αὔριο πού θά 'ρθει -γιατί ἤτανε βραδάκι- αὔριο πού θά 'ρθει ὁ ἀγωγιάτης, τοῦ λέω ὅτι νά μέ συγχωρέσει». Ὁ ἄλλος λέει: ‘’Καλά, ἄν δέν ἔρθει ὁ ἀγωγιάτης αὔριο κι ἔλαβε ἕνα τηλεγράφημα ἀπό τή γυναίκα του νά πάει ὅτι τό παιδί ἀρρώστησε, τί θά κάνεις;» Πάτερ, ἐδῶ εἶναι ὁ θησαυρός τοῦ καλογήρου. Προσευχή.
- Παναγία μου, τί νά κάνω; (Τό Ἰβήρων ἦταν τό μοναστῆρι.). Παναγία Πορταΐτισσα, τί νά κάνω, βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος ἔρχεται ἡ πληροφορία, ἡ ἔμπνευση, νά ποῦμε, ἡ παρουσία τῆς Παναγίας. Ὅλοι μας ξέρομε ὅτι τά μοναστήρια τά Ἁγιορείτικα, ὅταν βασιλεύει ὁ ἥλιος κλείνουνε. Ἔχουν ὅμως κι ἕνα πορτάκι μικρό τόσο, πού ἐν καιρῷ, σπάνια τό ἀνοίγουν αὐτό. Ἀνάβει λοιπόν ὁ παπᾶς τό φανάρι του, περνάει τό πορτάκι κι ἀνεβαίνει ἀπάνω στό βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλῶς τόν παπᾶ.
-Εὐλογημένε κύριε Δημήτρη, νά μέ συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι ἐσύ.
Συγχωρεθήκανε καί κατέβηκε κάτω ὁ παπᾶς πάλι καί λειτούργησε τήν ἄλλη μέρα».
δ) Εὐγνωμοσύνη γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες
τοῦ Θεοῦ
τίς γενικές (σωτήριος οἱκονομία, δημιουργία καί συντήρηση τοῦ κόσμου) καί τίς προσωπικές (ἔνταξη στήν ἐκκλησία, σωτηρία, προσωπικά θαύματα κ.λ.π.) Ἡ συνειδητο¬ποίηση τῶν ὕψιστων εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ (δημιουργία, Θεία πρόνοια καί ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου διά τῆς Θείας Οἰκονομίας) μᾶς κάνει νά αἰσθανό¬μαστε εὐγνωμοσύνη. Ἡ δέ εὐγνωμοσύνη μᾶς παρακινεῖ στήν ἀέναη δοξολογία, στήν ἀδιάλειπτη εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ μέ τήν Θεία Λειτουρ¬γία.
Ὁ Κύριος ἔγινε καί εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς: «Ἐγώ πατέρας, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ σπίτι, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιο, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιο, ὅ,τι θέλεις ἐγώ· τίποτε νά μή σοῦ λείψει· Ἐγώ καί θά ὑπηρετήσω· γιατί ἦλθα γιά νά διακονήσω, ὄχι νά διακονηθῶ· Ἐγώ καί φίλος καί μέλος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μητέρα, ὅλα ἐγώ· μόνο νά εἶσαι δικός μου. Ἐγώ φτωχός γιά σένα· καί ἀλήτης γιά σένα· σέ σταυρό γιά σένα· σέ τάφο γιά σένα· πάνω γιά σένα παρακαλῶ τόν Πατέρα, κάτω γιά σένα ἦλθα πρεσβευ¬τής ἀπό τόν Πατέρα. Εἶσαι τά πάντα γιά μένα, καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πιό πολύ θέλεις;» Εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς ἀλλά καί μεῖς τό πᾶν γι' Αὐτόν. Πῶς νά μήν Τόν εὐχαριστοῦμε; Ὁ πανάγαθος Θεός «τὸν κόσμον ... οὕτως ἠγάπησε, ὥστε τὸν Υἱόν Του τὸν μονογενῆ δοῦναι», «ὄχι γιατί δέ μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει μέ ἄλλο τρόπο ἀλλά γιά νά μᾶς δείξει τήν ἀγάπη Του, πού ξεπερνᾶ κάθε τι. Καί μᾶς τράβηξε κοντά Του μέ τό θάνατο τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ. Καί ἄν εἶχε κάτι ἄλλο τιμιώτερο ἀπό τόν Υἱό Του, θά τό ἔδινε καί αὐτό γιά μᾶς, γιά νά εὑρεθεῖ τό ἀνθρώπινο γένος κοντά Του» .
«Τίποτε δέν μᾶς ὠφελεῖ τόσο, ὅσο τό νά θυμόμαστε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, τίς κοινές, καί τίς ἰδιαίτερες». Αὐξάνεται ἔτσι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Κύριο . Ἡ Λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας μας ἀποκτᾶ τότε μιά ἀληθινή πνοή καί ζωντάνια.
ε) Ἀγάπη γιά ὅλους
Θά ζήσουμε τή Θεία Λειτουργία πού εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀγάπης μέ τό νά καλλιεργήσουμe τή γνήσια χριστιανική ἀγάπη πού δέν βάζει ὅρια οὔτε κάνει διακρίσεις. Μέ τό νά νιώσουμε ἕνα μέ ὅλους .
Νά τί μᾶς διδάσκει ὁ σεβαστός γέρων Πορφύριος:
«Ὁ Χριστός φανερώνεται μέσα στήν ἑνότητα τήν μεταξύ μας καί στήν ἀγάπη Του, τήν Ἐκκλησία... Εἴμαστε ὅλοι ἕνα, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας κι εἶναι παντοῦ. Ὅταν τό ζήσουμε αὐτό, εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία...Τό σπουδαῖο εἶναι νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία. Νά ἑνωθοῦμε μέ τούς συνανθρώπους μας, μέ τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων. Νά τούς νιώθουμε δικούς μας, νά προσευχόμαστε γιά ὅλους, νά πονᾶμε γιά τή σωτηρία τους. Νά ξεχνᾶμε τούς ἑαυτούς μας. Νά κάνουμε τό πᾶν γι' αὐτούς, ὅπως ὁ Χριστός γιά μᾶς. Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι ἁμαρτωλό. Κανείς δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν καί οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος νά προσεύχεται κανείς γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τούς ἄλλους πρέπει ν' ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε νά μή χαθεῖ κανείς· νά μποῦν ὅλοι στήν Ἐκκλησία... Ὅταν ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας, δέν εἴμαστε χριστιανοί. Ἀληθινοί χριστιανοί εἴμαστε, ὅταν αἰσθανόμαστε βαθιά ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, μέ μιά συνεχή σχέση ἀγάπης. Ὅταν ζοῦμε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ. Δηλαδή ὅταν ζοῦμε τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία Του μέ τό αἴσθημα τοῦ ἑνός. Γι' αὐτό ὁ Χριστός προσεύχεται στόν Πατέρα Του λέγοντας, «ἵνα ὦσιν ἕν»... Εἴμαστε ἕνα ἀκόμη καί μέ τούς ἀνθρώπους πού δέν εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία. Εἶναι μακριά ἀπό ἄγνοια. Νά κάνουμε προσευχή.. Ὁ Χριστός... μᾶς λέει: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Ματθ. 5, 44). Ὅταν μᾶς συνδέει ὁ Χριστός ἀποστάσεις δέν ὑπάρχουν. Ὅταν φύγω ἀπ' τή ζωή αὐτή, θά 'ναι πιό καλά. Θά εἶμαι πιό κοντά σας». Ὅταν ἀγαπήσουμε τούς πάντες, ὅταν νιώσουμε ἕνα μέ ὅλους ἀδιακρίτως, τότε μποροῦμε, ἔχουμε τίς προϋποθέσεις γιά νά προσφέρουμε τό δῶρο μας στό Θεό διά τῆς θείας Λειτουργίας.
ΙΙ. ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
α) Ταπείνωση τελωνική
(ὅπως ὁ κατάδικος μπροστά στόν δικαστή) «σκώληξ εἰμί καί οὐκ ἄνθρωπος». Συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς ἀγένειας, ἀχαριστίας μας : «Χριστέ μου ἐσύ στέκεις στήν πόρτα μου καί ἐγώ σ’ ἀφήνω νά περιμένεις• δέν σοῦ ἀνοίγω». Ἔγραφε ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Ἡ ἄρρωστη ψυχή εἶναι ὑπεροπτική, ἐνῶ ἡ ὑγιής ψυχή ἀγαπᾶ τήν ταπείνωση, ... Κι αὐτά τά γράφω τώρα ἀπό πόνο γιά τούς ἀνθρώπους, πού, ὅπως κι ἐγώ, εἶναι ὑπερήφανοι καί γι’ αὐτό πάσχουν. Τά γράφω γιά νά μάθουν τήν ταπείνωση καί νά βροῦν ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό. Ἰσχυρίζονται μερικοί πώς ὅλα αὐτά γίνονταν "τῷ καιρῷ ἐκείνῳ", ἀλλά τώρα εἶναι πιά ξεπερασμένα. Γιά τόν Κύριο ὅμως τίποτε δέν μειώνεται οὔτε ἀλλάζει ποτέ. ... Ὅποιος ζητᾶ τή χάρη, σ’ αὐτόν δίνει ὁ Κύριος τά πάντα - ὄχι γιατί εἴμαστε ἄξιοι, μά γιατί ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός καί μᾶς ἀγαπᾶ. Τό νά μάθῃ κανείς τήν κατά Χριστόν ταπείνωση εἶναι μεγάλο ἀγαθό. Μ’ αὐτήν γίνεται εὔκολη καί εὐχάριστη ἡ ζωή καί ὅλα γίνονται ἀγαπητά στήν καρδιά. Μονάχα στούς ταπεινούς ἐμφανίζεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁ Κύριος κι ἄν δέν ταπεινωθοῦμε δέν θά δοῦμε τόν Θεό. Ἡ ταπείνωση εἶναι τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό – Φῶς, ὅπως ψάλλεται: «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶ». Τέτοιος εἶναι ὁ παράδεισος τοῦ Κυρίου. Ὅλοι θά βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη καί ἀπό τήν κατά Χριστόν ταπείνωση ὅλοι θά χαίρονται νά βλέπουν τούς ἄλλους ἀνώτερούς τους. Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ στούς μικρότερους κι αὐτοί χαίρονται πού εἶναι μικροί» . «Στούς ταπεινούς ἀποκαλύπτονται τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.
β) Ἀκατακρισία
Πολλές φορές μέσα στό ναό παρασυρόμαστε σέ κατακρίσεις. Κατακρίνουμε τόν ἱερέα ἤ τούς ψάλτες ἤ καί τούς ἀδελφούς λαϊκούς. Κάποιος νέος πού δέν κατέκρινε τίς δύο γυναῖκες πού στάθηκαν μπροστά του μέσα στήν ἐκκλησία, εἶδε κατόπιν τήν Ἁγία Τριάδα..
γ) Συγκέντρωση
Πρέπει νά κάνουμε ἔντονη προσπάθεια γιά συγκέντρωση ὥστε νά κατευθύνουμε – συμμαζέψουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας. Προσπάθεια ὥστε νά ἔχουμε ἐσωτερική συνομιλία μέ τό Θεό μέσα μας, στήν καρδιά μας. (Ἀς προσπαθοῦμε νά κάνουμε δικές μας τίς αἰτήσεις καί νά τίς μεταγλωττίζουμε στή νέα ἑλληνική ὥστε νά τίς ζοῦμε ἐντονώτερα). Μποροῦμε νά κάνουμε καί δικές σύντομες (σαἱτευτικές κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη) προσευχές, (ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης) ὥστε νά βιώνουμε τά διαδραματιζόμενα στή Θεία Λειτουργία.
Ἔλεγε ἕνας ἐξαγιασμένος ἁγιορείτης: «’’Μετά φόβου Θεού, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε’’. Ποῦ πηγαίνεις; Νά πάρεις τόν Θεό. Τότες χαίρεσαι. Ἐάν μέν ἔχει προηγηθεῖ ἡ χαρά, δέν μπορεῖς παρά μέ δάκρυα νά προσέλθεις, δάκρυα χαρᾶς, νά προσέλθεις νά μεταλάβεις. Ὅταν ἔχουν προηγηθεῖ δάκρυα λύπης: ‘’Θεέ μου, συγχώρησέ μου τάς ἁμαρτίας μου. Εἰς τό ἔλεός Σου, εἰς τήν εὐσπλαγχνία Σου, στήν ἀγάπη Σου. Μᾶς τό εἶπες ὅτι "Θεός οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος" (Ἐξ. 34,6). Μᾶς τό εἶπες. Ἐκεῖ στηρίζομαι καί προσέρχομαι ἀναξίως’’. Οὐδείς ἄξιος, λέει καί ὁ ἱερεύς ὅταν προσεύχεται. Καί ἐκεῖ περισσότερο στηρίζεσαι καί προσέρχεσαι... Νά σᾶς πῶ, πολλοί ἀπό τούς πατέρας τούς Κατουνακιώτας, πολλοί πού ἐρχόντουσαν νά μεταλάβουν, δέν ἄκουες τίποτες, μόνο ἔβλεπες τά δάκρυα πού ἔτρεχαν καί τούς μετελάμβανες. Ε, ὁ γέρος αὐτός, νά ποῦμε, ὅλη τή Λειτουργία δέν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλά ἤτανε σκυμμένος καί τώρα, εἴτε σέ θεωρία ἐρχότανε, εἴτε σέ βαθυτέρα ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό βάπτισμα, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του, δωρεάν μᾶς δίδει καί τόν Παράδεισο. Δέν πληρώνουμε τίποτες».
Προσπάθεια γιά ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό κάθε ἄλλο καί συγκέντρωση στά λεγόμενα καί τελούμενα.
Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό τά γήϊνα, τίς βιοτικές μέριμνες, ὁ,τιδήποτε ξένο πρός τόν Θεό.
Γράφει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:«Ἐάν δέν ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος ὅλην τήν ἐργασία αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Διότι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι, τό νά μήν ἔχουμε στό νοῦ μας κάτι ξένο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί νά ἀσχολούμαστε μ' αὐτό. Δηλ., ἡδονή ἤ κακία ἤ μῖσος ἤ πονηρό ζῆλο ἤ κάποια φαντασία καί φροντίδα γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα» Δέν πρέπει νά ὑπάρχει τίποτα ἄλλο στό νοῦ κατά τή λατρεία παρά μόνο τά λόγια τῶν ἀναπεμπομένων προσευχῶν. «Πᾶσαν νῦν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν» μᾶς προτρέπει ὁ Χερουβικός Ὕμνος. «Ὅταν βλέπεις τόν Κύριο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, θυσιασμένο καί τοποθετημένο πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί τόν ἱερέα νά εὔχεται σκυμμένος ἐπάνω στό θῦμα καί ὅλους τούς παρευρισκομένους νά κοκκινίζουν ἀπό τό πολύτιμο ἐκεῖνο αἷμα, νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζί μέ ἀνθρώπους καί στέκεσαι πάνω στή γῆ; Καί δέν μεταφέρεσαι ἀμέσως στούς οὐρανούς, βγάζοντας πρῶτα κάθε σαρκική σκέψη ἀπό τήν ψυχή;»
δ) Καθολική προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας
καί τῶν πάντων στόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τήν κτίση πρός δόξα Θεοῦ ξεκινώντας ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ λογική λατρεία εἶναι ἡ προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι: «θυσία ζῶσα ἁγία εὐάρεστος».
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα - ἀλλά μέσα στήν κτίση ἔχει μιά ξεχωρι¬στή θέση και ἀποστολή. Εἶναι η κορωνίδα της και ἔχει ἕνα διττό χαρακτηριστικό στή φύση του. Συναποτελεῖται ἀπό πνεῦμα και ὕλη. Ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεθόριος», συμμετέχει καί τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου... Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μεσίτης μεταξύ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς... εἶναι ὁ ἱερέας τῆς Δημιουργίας... προσφέρει τήν κτίση πρός δόξα Θεοῦ ξεκινώντας ἀπό τόν ἑαυτό του, ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν; ... δοξάσετε δή τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἑν τῷ πνεύματι ὑμῶν» (Α' Κορ. 6, 19-20). «Παρακαλῶ οὖν ἡμᾶς, ἀδελφοί, διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τά σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ἡμῶν...» (Ρωμ. 12, 1). Στή Θεία Λειτουργία καί μάλιστα στήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς εἶναι φανερό αὐτό πολύ ἔντονα. Προσφέρουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας στόν Κύριο καί μετά τά Τίμια Δῶρα.
Ἡ Ἁγία Ἀναφορά εἶναι τό κεντρικώτερο τμῆμα τῆς Θείας Λειτουρ¬γίας. Ἀναφορά σημαίνει προσφορά τῆς θυσίας πού ἀναφέρεται, πού φέρεται ἄνω καί γίνεται δεκτή στό ἅγιο καί ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο (ἀπό τό ρῆμα ἀναφέρω=φέρω πρός τά ἄνω, ἀνυψώνω). Ἡ Θεία Λειτουργία «λέγεται ἀναφορά διότι φέρεται πάνω, πρός τόν Θεό». Ὄχι μόνο τά Τίμια Δῶρα ἀλλά καί μεῖς οἱ ἴδιοι. Γι' αὐτό θά πρέπει νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια καί μέ φόβο «στή φοβερή ὥρα τῆς ἀναφορᾶς. Διότι μέ ὅποια διάθεση καί μέ ὅποιο λογισμό στέκεται καθένας μας ἐκείνη τήν ὥρα, ἔτσι καί προσφέρεται πάνω πρός τόν Δεσπότη».
Μέ τήν ἁγία Ἀναφορά τά τίμια Δῶρα δέν προσκομίζονται ἁπλῶς ἀπό τούς πιστούς καί τό λειτουργό πάνω στό γήινο θυσιαστήριο, ἀλλά ἀνυψώνονται μαζί μέ ὅλους τούς πιστούς, μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία στό ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ὁ λειτουργός ἀνυψώνει τά Τίμια Δῶρα προσφέροντάς Τα στό Θεό, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη προτρέψει νά ἀνυψωθοῦμε καί μεῖς πρός τόν Θεό προσφέροντας τόν ἑαυτό μας ἐξαγιασμένο· ἀφοῦ ἀφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα νά προσφέρουμε μέ βαθιά ἐσωτερική εἰρήνη - πού εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἔρχεται στούς ταπεινούς ἐργατες τῆς μετανοίας- τήν Εὐχαριστία μας καί τόν ἑαυτό μας («πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν Ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν»). Στή φρικτή ὥρα τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, θά παρακαλέσουμε νά ἔλθει τό Ἃγιο Πνεῦμα, πρῶτα «ἐφ' ἡμᾶς». Γιά νά μᾶς ἁγιάσει καί νά μᾶς μεταποιήσει. Νά μᾶς κάνει ἱκανούς νά προσφέρουμε τούς ἑαυτούς μας θυσία ἁρμόζουσα στό Θεό Πατέρα μαζί μέ τά προσκομισθέντα Τίμια Δῶρα. Νά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἀνυψωθοῦμε καί νά γίνουμε δεκτοί στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο ὡς θυσία εὐάρεστη σ' Αὐτόν.
Τέλειο ἄφημα ὅλων στό Θεό: «Ἐαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ὑμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Πίστη καί ὄχι ἄγχος. Τελεία ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια. Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν• μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον» (Μτ. 6, 34).
ε) Συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία καί γενικά στήν προσευχή καί μέ τό σῶμα :
Κάνουμε μετάνοιες (στό σημεῖο πού ψάλλουμε : «Τήν ὄντως Θεοτόκον»), κλίνουμε γόνυ (γονυκλισία) ὅταν πρέπει, σκύβουμε (κλίσις τῆς κεφαλῆς), στεκόμαστε ὄρθιοι (ὄρθια στάση) τό κατά δύναμιν. Ἡ ὅλη μας στάση εἶναι εὐλαβική. Ἐπίσης, στεκόμαστε μέ σιωπή καί ἔχουμε ἀκίνητο τό βλέμμα μας καί δέν τό περιφέρουμε ἐδῶ και ἐκεῖ. Προσηλώνουμε τό βλέμμα εἴτε σέ μιά εἰκόνα, εἴτε κάτω (τελωνικῶς). Πολύ βοηθᾶ στό νά συγκεντρωθοῦμε τό νά ἔχουμε τό ἐγκόλπιο τῆς Θείας Λειτουργίας ἤ καί τήν πλήρη ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου ἄν ὑπάρχει δυνατότητα καί νά παρακολουθοῦμε τά λεγόμενα καί τελούμενα.
στ) Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συναίσθηση καί ἡ πίστη ὅτι τά μυστήρια εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Μή νομίσεις ὅτι εἶναι ψωμί καί κρασί. Οὔτε ὅπως τά ἄλλα φαγητά πηγαίνει στόν ἀφεδρῶνα. Ἀλλά ὅπως τό κερί ὅταν πλησιάσει στήν φωτιά, τίποτε δέν περισσεύει καί ὅλο γίνεται φωτιά, ἔτσι καί ἐδῶ νά πιστεύεις ὅτι τά μυστήρια γίνονται ἕνα μέ τήν οὐσία τοῦ σώματος. Γι΄ αὐτό καί ὅταν προσέρχεσθε, μή νομίζετε ὅτι ἀπό ἄνθρωπο μεταλαμβάνετε τό θεῖο σῶμα ἀλλά σάν ἀπό αὐτά τά Σεραφείμ μέ τή λαβίδα τοῦ πυρός, τήν ὁποία εἶδε ὁ Ἡσαΐας νά νομίζετε ὅτι μεταλαμβάνετε τοῦ θείου σώματος. Καί σά νά ἀκουμπᾶμε μέ τά χείλη τή θεία καί ἄχραντη πλευρά, ἔτσι νά μεταλαμβάνουμε τοῦ σωτηρίου αἵματος».
ΙΙΙ. ΜΕΤΑ ΤΉ ΘΕΊΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
α) Εὐχαριστία
Ἡ εὐχαριστία γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε διαφυλάττει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί τά αὐξάνει
Λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Ἐκεῖνο πού φέρνει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καρδιά πού κινεῖται πάντοτε σέ ἀκατάπαυστη εὐχαριστία». Καί πάλι λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «... ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τόν Θεό δῶρο καί παραμένει ἀχάριστος, ἑτοιμάζει τήν στέρηση τοῦ δώρου. Γιατί ἔκανε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γιατί ἡ εὐχαριστία παρακαλεῖ τό Θεό γιά ἐμᾶς» . Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά φυλάξουμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι τό νά τίς θυμόμαστε καί νά εὐχαριστοῦμε συνεχῶς τόν Κύριο γι' αὐτές. «Καλά συνέβησαν; Εὐλόγησε τόν Θεό καί μένει τά καλά. Κακά συνέβησαν; Εὐλόγησε τόν Θεό καί λύονται τά κακά. Διότι καί ὁ Ἰώβ ὅταν ἦταν πλούσιος εὐχαριστοῦσε καί ὅταν ἔγινε φτωχός δοξολογοῦσε. Οὔτε τότε ἅρπαξε, οὔτε τότε ἐβλασφήμησε»
Ἡ εὐχαριστία μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία μᾶς ταπεινώνει, μᾶς χαρίζει συντριβή καρδίας, ντροπή γιάτήν ἁμαρτωλή ἐμπαθῆ κατάστασή μας• μᾶς παρακινεῖ σέ ἐντονώτερο ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία.
Ὁ εὐγνώμων πιστός ἀναφωνεῖ «Ὤ! ὕψιστε βασιλεῦ τοῦ οὐρανοῦ, Θεέ μου, πῶς ἦλθες μέσα μου; τί σέ ἔφερε στήν καρδιά μου; Σέ μένα πού εἶμαι ἄθλιος, πτωχός, τυφλός καί γυμνός; Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ : «Ἡ ἀγάπη».
Τότε ὁ πιστός συνεχίζει : Ὤ! ἀγάπη ἄκτιστος, Ὤ! ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις σύ ἀπό ἐμένα;» -«Δέν θέλω ἄλλο παρά ἀγάπη! Δέν θέλω νά ἀνάψει ἄλλο πῦρ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου παρά τό πῦρ τῆς ἀγάπης μου. Διά νά κατακαύσει αὐτό τό πῦρ κάθε ἄλλη ἀγάπη καί κάθε ἴδιόν σου θέλημα καί νά μοῦ τό δώσει εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Τοῦτο ἐζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό λόγου σου, διότι ἐπιθυμῶ νά εἶμαι ὅλος ἰδικός σου καί σύ ὅλος ἰδικός μου. Πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν θέλει γίνει ποτέ ἐάν δέν ὑποτάξεις τόν ἑαυτό σου, ἀλλά μένεις προσκολλημένος εἰς τήν ἀγάπην τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἰς τήν ἰδίαν σου γνώμην καί εἰς κάθε ὄρεξιν καί φιλοτιμίαν σου. Σοῦ ζητῶ τό μίσος τοῦ ἐαυτοῦ σου διά νά σοῦ δώσω τήν ἀγάπην μου. Ζητῶ τήν καρδιάν σου διά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἰδικήν μου, ἥτις διά τούτο μοῦ ἠνοίχθη μέ τήν λόγχην ἐπάνω εἰς τόν σταυρόν. Ζητῶ ὅλον σέ διά νά εἶμαι καί ἐγώ ὅλος ἰδικός σου. Σύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσυγκρίτου τιμῆς ὅσης εἶσαι ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν Ὤ! ψυχή μου ἀγαπημένη μέ τό νά δοθεῖς εἰς ἐμέ. Ἐγώ θέλω γλυκύτατόν μου τέκνον νά μήν θέλεις τίποτε, νά μήν ἀκούεις τίποτε, νά μήν βλέπεις τίποτε ἐκτός ἀπό ἐμέ καί ἀπό τό θέλημά μου. Διά νά θέλω καί ἐγώ κάθε πρᾶγμα εἰς σέ, νά ἀκούω εἰς σέ καί νά βλέπω εἰς σέ, εἰς τρόπον ὥστε τό ἰδικόν σου μηδέν περιερχόμενον εἰς τήν ἄβυσσον τῆς φιλανθρωπίας μου νά μεταβάλλεται εἰς αὐτήν. Καί ἔτσι σύ θέλεις εἶσθαι εἰς ἐμέ ὅλος πληρέστατος εὐτυχέστατος καί μακάριος. Καί ἐγώ εἰς σέ ὅλος θεραπευμένος καί εὐχαριστημένος» . Ὅταν ἀναλογιστεῖ ἡ ψυχή τίς εὐεργεσίες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπό τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς της, ἤ ἀπό πόσους κινδύνους πολλές φορές τήν ἐγλύτωσε ἤ σέ πόσα κακά ὑπέπεσε καί σέ βαρύτερα ἁμαρτήματα (πλημμελήμα¬τα) πολλές φορές μέ τή θέλησή της ξεγλύστρησε, καί παρά ταῦτα δέν παραδόθηκε, ὅπως θά ἦταν δίκαιο, στά πονηρά πνεύματα πού τήν ἐξαπάτησαν, σέ ἀπώλεια καί θάνατο, ἀλλά τήν διαφύλαξε μέ μακροθυμία ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, παραβλέποντας τά βαρειά ἁμαρτήματα καί περιμένοντας τήν ἐπιστροφή της. Κι ἐνῶ ἔγινε θεληματικά δοῦλος μέ τά πάθη στούς ἐχθρούς καί τά πονηρά πνεύματα, Αὐτός τήν διέτρεφε προστατεύοντάς την καί φροντίζοντάς την μέ ποικίλους τρόπους. Καί τέλος μέ ἕνα ἀγαθό νεῦμα τήν ὁδήγησε στό δρόμο τῆς σωτηρίας... Ποιός τώρα πού ἔχει εὐσυνείδητη γνώμη καί σκέφτεται αὐτά, δέ θά βρίσκεται πάντοτε σέ συντριβή καρδιᾶς; Ἔχοντας τόσες πολλές εὐεργεσίες πού πῆρε ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἐνέχυρα, χωρίς αὐτός νά ἔχει κάνει προηγουμένως κανένα καλό, δέ θά ἔχει πάντοτε βέβαιη ἐλπίδα; Ἀφοῦ σκεφτεῖ αὐτό, ὅτι ἄν καί ἐγώ δέν ἔκανα κανένα καλό, ἀντίθετα, ἁμάρτησα πολλά ἐνώπιόν Του, καί στριφογύρισα σέ ἀκαθαρσίες καί ἄλλες πολλές κακίες, Αὐτός δέν ἔκανε σέ μένα ἀνάλογα μέ τίς ἁμαρτίες μου, οὔτε μοῦ ἀνταπόδωσε σύμφωνα μέ τίς παρανομίες μου (Ψαλμ., 102, 10). Ἀντίθετα τόσες πολλές δωρεές καί χάρες (εὐεργεσίες θεϊκές) οἰκονόμησε γιά μένα. Ἄν ὁλοκληρωτικά ἀπό ἐδῶ καί πέρα δώσω τόν ἑαυτό μου νά δουλεύει σ' Αὐτόν (νά ἐργάζεται χωρίς ἀντίρρηση στό θέλημά Του, ὅπως ὁ δοῦλος δέν φέρνει ἀντίρρηση στόν κύριό του), νά δουλεύει μέ κάθε ἁγνή συμπεριφορά καί κατορθώνοντας ἀρετές, πόσα ἀγαθά πνευματικά χαρίσματα θά μέ καταξιώσει, δυναμώνοντάς με καί κατευθύνοντάς καί κατευοδώνοντας σέ κάθε ἔργο ἀγαθό;
Γι' αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει πάντοτε τέτοιες σκέψεις καί δέν ξεχνάει τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, βλέπει δύσκολα τόν ἑαυτό του (ντρέπεται νά βλέπει τήν κακή του κατάσταση) καί τόν βάζει στόν ἴσιο δρόμο καί τόν ὁδηγεῖ ἐπειγόντως πρός κάθε καλή ἄσκηση ἀρετῆς καί πρός κάθε ἐργασία πού ἀφορᾶ τήν ἐνάρετη ζωή, καί εἶναι πάντοτε ἕτοιμος στό νά ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.» Τότε, μετά τήν Θεία Κοινωνία, τήν Θεία Λειτουργία ἡ ψυχή ἐνθυμούμενη ὅλα αὐτά συντρίβεται, κατανύτεται καί ἀγαπάει περισσότερο τόν Δεσπότη (τέτοιον φιλανθρωπότατο Δεσπότη).
«Ἡ εὐχαριστία τοῦ λαμβάνοντος ἐρεθίζει τόν διδόντα τοῦ δοῦναι δωρήματα μεγαλύτερα τῶν προηγουμένων» σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ· καί ἄν αὐτό συμβαίνει μέ τούς ἀνθρώπους πολύ περισσότερο συμβαίνει μέ τόν Θεό πού εἶναι ἀγάπη. «Ἐκκαλεῖται (προκαλεῖ καί προσκαλεῖ) τήν φιλοτιμία τοῦ Δεσπότη ἡ εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔχουν δοθεῖ» . «Τέτοιος εἶναι ὁ δικός μας Δεσπότης. Ὅταν ἰδῆ ὅτι εἴμαστε εὐγνώμονες γιά ὅσα ἔχουν ἤδη συμβεῖ, δίνει ἐπί πλέον δωρεές καί ποτέ δέ σταματᾶ τήν εὐεργεσία, ἀμείβοντας τήν εὐγνωμοσύνη αὐτῶν πού ὑπακούουν» .
Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε ἀληθινά γιά τήν Θεία Κοινωνία. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστία «Διά μέσου τῶν ἔργων ἐκπληρώνεται ἀπό ἐμᾶς» Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ εὐχαρι¬στοῦμε πραγματικά τόν Θεό γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε. «Ἄς εὐχαριστοῦμε διότι εἴμαστε ἀπό τούς σωζομένους, καί ἐνῶ δέν μπορέσαμε νά σωθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, σωθήκαμε δωρεάν ἀπό τό Θεό. Τήν εὐχαριστία δέ νά μήν τήν κάνουμε μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα καί μέ πράξεις. Διότι αὐτή ἡ εὐχαριστία εἶναι ἀκριβής ὅταν κάνουμε αὐτά διά μέσου τῶν ὁποίων πρόκειται νά δοξάζεται ὁ Θεός. Διότι καί ἄν ὑβρίσαμε τόν βασιλέα ἀντί νά δικαστοῦμε τιμηθήκαμε, ἔπειτα πάλι ὑβρίσαμε, καί πιαστήκαμε ἔτσι σέ ἔσχατη μορφή ἀχαριστίας, θά ἔπρεπε δίκαια νά τιμωρούμαστε μέ τήν βαρύτερη καταδίκη καί πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη. Διότι δέν μᾶς ἀπέδειξε τόσο ἀχάριστους ἡ προηγούμενη ὕβρις ὅπως αὐτή πού ἔγινε μετά τήν τιμή καί πολλή περιποίηση. Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλαχτήκαμε, καί ἄς εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο μέ τό στόμα... Διότι πῶς δέν εἶναι ἄτοπο ὅταν οἱ μέν οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ἐσύ δέ, διά τόν ὁποῖον ἔγιναν οἱ οὐρανοί πού δοξάζουν κάνεις τέτοια πράγματα ὥστε νά βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Θεός πού σέ ἔπλασε».
Β) Προσοχή ὤστε Θεία Λειτουργία νά εἶναι ὅλη ἡ ζωή μας (Λειτουργία μετά τήν λειτουργία)
Ἡ Λατρεία πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτη. «Ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ».
Ἡ Θεία Λειτουργία δέν πρέπει νά σταματάει μέ τό «Δι' εὐχῶν...» τοῦ λειτουργοῦ ἀλλά νά συνεχίζεται σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, σ' ὅλη μας τή ζωή. Μέσα στό Ναό τοῦ Σύμπαντος καλούμαστε νά συνεχίζουμε τῆν αἰώνια λειτουργία μπροστά στόν Τριαδικό Θεό. Νά ζοῦμε καί νά πράττου¬με ὅπως καί μέσα στό Ναό τήν ὥρα τῆς προσφορᾶς τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ θεία λατρεία πρέπει ν' ἀγκαλιάζει ὅλη τή ζωή μας. Νά εἶναι ἀδιάλειπτη ὥστε νά ἐξαγιάζει τήν κάθε στιγμή. Πρέπει νά λατρεύουμε τό Θεό μέ ὁσιό¬τητα καί δικαιοσύνη· μέ τήν ἐξάσκηση κάθε ἀρετῆς. Γι΄ αὐτό εἶναι ἀπαραί¬τητη ἡ βία, ἡ κακοπάθεια καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Αὐτά μᾶς καθαρίζουν ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος καί μᾶς καθιστοῦν ἱκανούς νά λατρεύσουμε τόν Θεό καί νά ζοῦμε τήν κάθε εὐχαριστιακή σύναξη πολύ ἔντονα. Κάθε χρονική στιγμή, κάθε συμβάν, κάθε ἐνασχόλησή μας, κάθε τί πού ἀντιλαμβανόμαστε μέ τίς αἰσθήσεις μπορεῖ νά εἶναι ἀφορμή, πρώτη ὕλη γιά λατρεία, γιά εὐχαριστία. Κάθε βῆμα καί εὐχαριστία, κάθε στιγμή ἀφορμή γιά δοξολογία καί εὐχαριστία: «ἐν παντί» εὐχαριστία. Ἡ ζωή μας γίνεται τότε αὐτό πού πρέπει νά εἶναι πάντα: μιά διαρκής εὐχαριστία, μιά συνεχιζόμενη λειτουργία, μιά διαρκής λειτουργία μετά τήν λειτουργία.
Συγκεφαλαιώνοντας, γιά νά ζήσουμε τή Θεία Λειτουργία ἀπαιτεῖται:
1. Πρίν τή Θεία Λειτουργία
Α) Κάθαρση ἀπό τά πάθη
Πρέπει νά ἀγαπήσουμε τήν κακοπάθεια
Πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί ἐπιδιώξουμε τήν ταπείνωση
Ἡ ἐργασία στήν καρδιά μας εἶναι τό κλειδί τῆς ἐπιτυχίας. Ἀπαιτεῖται ἀποκοπή ἀπό ὅλους καί ὅλα ἔστω γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα τῆς ἡμέρας. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή με τό στόμα καί μέ τό νοῦ. Μετά-νοια (μετά-θεση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια στό Θεό).
Ἐκκοπή τοῦ μετεωρισμοῦ στή διάρκεια ὅλου τοῦ 24ώρου
Ἀγάπη γιά τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας μας. Πρέπει νά γίνουμε φιλακόλουθοι, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ἡ προσπάθεια ἀρχίζει ἀπό τό σπίτι μέ τό κλείσιμο τῆς τηλεόρασης.
Μερικά πρακτικά ἐν ὄψει τῆς συμμετοχῆς μας στή Θεία Λειτουργία
Ἡσυχαστική ζωή κατά τό δυνατόν
Χωρισμός ἀπό τόν «κόσμο», δηλ. τό κοσμικό φρόνημα
Β) Εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας καί με΄ὅλους (τίποτε νά μήν κάνουμε μέ βιασύνη-ἄγχος = δαιμονική κυριαρχία πάνω μας).
Γ) Αλληλοσυγχώρηση πρίν τή συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία
Δ) Εὐγνωμοσύνη γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
Ε) Ἀγάπη γιά ὅλους.
2.Στή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας:
Α) Ταπείνωση τελωνική -ὅπως ὁ κατάδικος μπροστά στό δικαστή- «σκώληξ εἰμί καί οὐκ ἄνθρωπος». Συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς ἀγένειας, ἀχαριστίας μας : «Χριστέ μου ἐσύ στέκεις στήν πόρτα μου καί ἐγώ σ’ἀφήνω νά περιμένεις· δέν σου ἀνοίγω».
Β) Ἀκατακρισία
Γ) Πρέπει νά κάνουμε ἔντονη προσπάθεια γιά συγκέντρωση ὥστε νά κατευθύνουμε-συμμαζέψουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας. Προσπάθεια ὥστε νά ἔχουμε ἐσωτερική συνομιλία μέ τό Θεό μέσα στήν καρδιά μας. (Ἀς προσπαθοῦμε νά κάνουμε δικές μας τίς αἰτήσεις καί νά τίς μεταγλωττίζουμε στήν νέα ἑλληνική ὥστε νά τίς ζοῦμε ἐντονώτερα). Μποροῦμε νά κάνουμε καί δικές μας σύντομες προσευχές ὥστε νά βιώνουμε τά διαδραματιζόμενα στή Θεία Λειτουργία.
Δ) Καθολική προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν πάντων στό Θεό.
Ε) Συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία καί γενικά στήν προσευχή καί μέ τό σῶμα. Τό κατά δύναμιν ἡ ὅλη μας στάση εἶναι εὐλαβική. Ἐπίσης στεκόμαστε μέ σιωπή καί ἔχουμε ἀκίνητο τό βλέμμα μας καί δέν τό περιφέρουμε ἐδῶ καί ἐκεῖ. Ποσηλώνουμε τό βλέμμα εἴτε σέ μιά εἰκόνα, εἴτε κάτω (τελωνικῶς). Πολύ βοηθᾶ στό νά συγκεντρωθοῦμε τό νά ἔχουμε τό ἐγκόλπιο τῆς Θείας Λειτουργία ἤ καί τήν πλήρη ἀκολουθία τοῦ ὄρθου ἄν ὑπάρχει δυνατότητα καί νά παρακολουθοῦμε τό λεγόμενα καί τελούμενα.
ΣΤ) Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συναίσθηση καί ἡ πίστη ὅτι τά μυστήρια εἶναι τό σώμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
3. Μετά τή Θεία Λειτουργία
Α) Εὐχαριστία
Ἡ εὐχαριστία γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε διαφυλάττει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί τά αὐξάνει.
Ἡ εὐχαριστία μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία μᾶς ταπεινώνει, μᾶς χαρίζει συντριβή καρδιίας, ντροπή γιά τήν ἁμαρτωλή, ἐμπαθῆ κατάστασή μας · μᾶς παρακινεῖ σέ ἐντονώτερο ἀγώνα γιά τή σωτηρία.
Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε ἀληθινά γιά τή Θεία Κοινωνία
Β) Προσοχή ὥστε Θεία Λειτουργία νά εἶναι ὅλη ἡ ζωή μας
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ἡ Θεία Λατρεία, καί πρό πάντων ἡ κορύφωσή της ἡ Θεία Λειτουργία, ἀποτελεῖ τή μέγιστη Θεϊκή δωρεά. Διότι σ' αὐτήν προσφέρεται ὁ ἴδιος ὁ Δωρεοδότης Κύριος. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ζωή μας, εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς γιατί εἶναι ὁ Χριστός. «Sine Dominico (esse) non possumus», διακήρυτ¬ταν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, δηλ. «Χωρίς τήν Εὐχαριστία δέ μποροῦμε νά ζή¬σουμε». Εἷναι ἡ συγκεφαλαίωση ὅλης τῆς Οἰκονομίας. Σ' αὐτήν συνάγε¬ται καί εὐχαριστεῖ ὅλη ἡ Ἐκκλησία καί ὅλη ἡ κτίση. Σ' αὐτήν φανερώνεται ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἡ θεία Λειτουργία συνιστᾶ τήν εὐλογημένη διαδικασία τῆς σωτηρίας μας, τῆς θέωσής μας. Ἀποτελεῖ τήν ὁδό, τόν τρόπο ζωῆς γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ «κατ' εἰκόνα» καί τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ' ὁμοίω¬σιν». Εἶναι ὁ τρόπος τῆς φανέρωσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς. Καλούμαστε νά τή ζοῦμε κάθε φορά ὅσο γίνεται καί πιό ἔντονα. Οἱ τρόποι τό κατά δύναμιν εἰπώθηκαν. Ἐναπόκειται σέ μᾶς ἡ υἱοθέτησή τους. Τότε κάθε Θ. Λειτουργία θά εἶναι μία θεοκοινωνία, μιά ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, μία μετοχή στή Ζωή. Χωρίς αὐτή τή Ζωή ἡ ζωή δέν ἔχει ἔννοια εἶναι «ἀ-νόητη». Διά τοῦτο καί στό βιβλίο πού φέρει τόν τίτλο «Διαταγαί τῶν Ἀποστόλων» ἀντηχεῖ ἀφυπνιστικός ὁ λόγος: «Μή χωρίζεστε ἀπό τό σύνο¬λο. Ἀλλά νά συγκεντρώνεσθε ἀδιάκοπα. Καί νά μήν κολοβώνετε τήν Ἐκκλησία, ἀφαιρώντας τόν ἑαυτό σας καί κάνοντας τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά τοῦ λείπει ἕνα μέλος. Μή σκορπίζετε τούς ἑαυτούς σας, πού εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό νά μή συναθροίζεστε. Ἔχετε κεφαλή τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή Του. Καί εἶναι μαζί σας καί κοινωνεῖ μέ σᾶς. Μήν ἀμελεῖτε λοιπόν, τόν ἑαυτό σας. Οὔτε νά στερεῖτε τόν Σωτῆ¬ρα ἀπό τά δικά Του μέλη. Οὔτε νά διαιρεῖτε τό σῶμα Του. Οὔτε νά σκορπίζετε τά μέλη Του. Οὔτε νά προτιμᾶτε ἀπ' τό θεϊκό λόγο τίς βιοτικές ἀνάγκες». Ὅταν ἀπουσιάζουμε σωματικά ἤ πνευματικά ἀπό τήν θεία Λειτουργία, εἶναι σά νά στεροῦμε ἀπό τόν Χριστό ἕνα ἀπό τά μέλη τοῦ Σώματός Του.
Ἡ Θεία Λατρεία, ἡ Θεία Λειτουργία, τό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπό τά πάθη, «ἀπό κάθε ἁμαρτία» τηρουμένων τῶν προϋποθέ¬σεων πού ἀναφέραμε. Μᾶς γεμίζει μέ τή θεία χάρη, μᾶς φωτίζει καί μᾶς θεώνει. Εἶναι ἡ θεία Λειτουργία αὐτή πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν τέλεια πρός τόν Θεό ἀγάπη καί ἕνωση ἀλλά καί στή μεταξύ μας. Μᾶς παρέχει μιά πρόγευση τοῦ Παραδείσου, τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων καί τῆς ἄμετρης μακαριότητος τῆς Βασιλείας Του. Μέσα στή θεία Λειτουργία, μέσα στή θεία λατρεία ὁ πιστός κάνοντας τόν πνευματικό ἀγῶνα πού εἰπώθηκε ἀντικρύζει τόν μέλλοντα αἰῶνα καί εἰσδύει σ' αὐτόν. Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται: «Ἐλθέτω χάρις καί παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος. Ὡσαννά τῷ Θεῷ Δαβίδ· εἴ τις ἅγιός ἐστιν ἐρχέσθω· εἴ τις οὐκ ἔστι μετανοείτω. Μαράν ἀθά. Ἀμήν» .
Εἴθε νά ἀξιωνόμαστε νά λατρεύουμε πάντα εὐάρεστα τόν Κύριο τῆς Δόξης. Συναγμένοι στήν Σύναξη τῶν πάντων νά ἀξιωθοῦμε νά συνεχίσουμε στήν αἰωνιότητα τήν Εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Νά ζοῦμε στήν Αἰώνια Θεία Λειτουργία μαζί μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία καί μέ ὅλη τήν κτίση· διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Επιστολή της ΠΕΘ προς τον Υπουργό Παιδείας για την πρόσληψη Θεολόγων κατά
τη Γ΄ φάση αναπληρωτών
-
Αθήνα, 21 Νοεμβρίου 2024
Αρ. Πρωτ.: 159
Προς
Το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού
α) Υπουργό κ. Κυριάκο Πιερρακάκη
β) Διεύθυνση Εκπαιδευτι...
Πριν από 19 ώρες
1 σχόλιο:
Σας ευχομαι καλη δύναμη για να συνεχισετε να κάνετε αναρτήσεις σ'αυτο το μπλογκ με τον πολυ ενδιαφερον τιτλο και πανω απ'ολα να καταλαβουν οι πιστοί οτι η Εκκλησια δεν ειναι κατι εξω απο εμας,κατι το ξενο και εμεις απλα παρακολουθουμε,αλλά εμεις συναγμένοι ειμαστε η Εκκλησια και τελούμε κάθε φορά τη Θεια Λειτουργια.Την ευχή σας
Δημοσίευση σχολίου